νίτρο: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
(27)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[νίτρον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(ορυκτ.)</b> γενική [[ονομασία]] τριών φυσικών νιτρικών ορυκτών, [[δηλαδή]] του κανονικού νίτρου ή νιτρικού καλίου, του νίτρου της Χιλής ή κυβικού νατρίου ή νιτρικού νατρίου και του ασβεστούχου νατρίου ή νιτρικού ασβεστίου ή νίτρου τών τοίχων, τα οποία απαντούν στη [[φύση]] με τη [[μορφή]] εξανθήσεων που δημιουργούνται από την οξείδωση τών αζωτούχων υλικών με [[παρουσία]] αλκαλίων και αλκαλικών [[γαιών]]<br />(μσν-αρχ.) η ανθρακική [[σόδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μίγμα]] παρασκευασμένο από [[νίτρο]], έλαια και άλλες ουσίες, παρόμοιο με το [[σαπούνι]] («[[νίτρον]]<br />[[σάπων]]<br />καὶ [[εἶδος]] ἰατρικοῡ», <b>Ησύχ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είδος]] αρτύματος<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[νίτρον]] θαλάσσιον» — [[νίτρο]] που εξαγόταν από τις νιτρούχες λίμνες της Αιγύπτου <b>(Ιπποκρ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. από το αιγυπτ. <i>ntr</i> (<b>πρβλ.</b> εβρ. <i>neter</i>, αραβ. <i>natrun</i>, χετιττ. <i>nitri</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[νιτρικός]], [[νιτρώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[νίτρασμα]], [[νιτρία]], [[νιτρίτις]], [[νιτρώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[νιτρέλαιον]], [[νιτροπηγικός]], [[νιτροποιός]], [[νιτροπώλης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βλ.</b> <i>νιτρ</i>(<i>ο</i>)-. (Β συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αμμόνιτρον]], <i>αφρόνιτρον</i>, [[οξύνιτρον]]].
|mltxt=το (ΑΜ [[νίτρον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(ορυκτ.)</b> γενική [[ονομασία]] τριών φυσικών νιτρικών ορυκτών, [[δηλαδή]] του κανονικού νίτρου ή νιτρικού καλίου, του νίτρου της Χιλής ή κυβικού νατρίου ή νιτρικού νατρίου και του ασβεστούχου νατρίου ή νιτρικού ασβεστίου ή νίτρου τών τοίχων, τα οποία απαντούν στη [[φύση]] με τη [[μορφή]] εξανθήσεων που δημιουργούνται από την οξείδωση τών αζωτούχων υλικών με [[παρουσία]] αλκαλίων και αλκαλικών [[γαιών]]<br />(μσν-αρχ.) η ανθρακική [[σόδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μίγμα]] παρασκευασμένο από [[νίτρο]], έλαια και άλλες ουσίες, παρόμοιο με το [[σαπούνι]] («[[νίτρον]]<br />[[σάπων]]<br />καὶ [[εἶδος]] ἰατρικοῦ», <b>Ησύχ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είδος]] αρτύματος<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[νίτρον]] θαλάσσιον» — [[νίτρο]] που εξαγόταν από τις νιτρούχες λίμνες της Αιγύπτου <b>(Ιπποκρ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. από το αιγυπτ. <i>ntr</i> (<b>πρβλ.</b> εβρ. <i>neter</i>, αραβ. <i>natrun</i>, χετιττ. <i>nitri</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[νιτρικός]], [[νιτρώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[νίτρασμα]], [[νιτρία]], [[νιτρίτις]], [[νιτρώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[νιτρέλαιον]], [[νιτροπηγικός]], [[νιτροποιός]], [[νιτροπώλης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βλ.</b> <i>νιτρ</i>(<i>ο</i>)-. (Β συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αμμόνιτρον]], <i>αφρόνιτρον</i>, [[οξύνιτρον]]].
}}
}}

Latest revision as of 20:20, 13 June 2022

Greek Monolingual

το (ΑΜ νίτρον)
νεοελλ.
(ορυκτ.) γενική ονομασία τριών φυσικών νιτρικών ορυκτών, δηλαδή του κανονικού νίτρου ή νιτρικού καλίου, του νίτρου της Χιλής ή κυβικού νατρίου ή νιτρικού νατρίου και του ασβεστούχου νατρίου ή νιτρικού ασβεστίου ή νίτρου τών τοίχων, τα οποία απαντούν στη φύση με τη μορφή εξανθήσεων που δημιουργούνται από την οξείδωση τών αζωτούχων υλικών με παρουσία αλκαλίων και αλκαλικών γαιών
(μσν-αρχ.) η ανθρακική σόδα
αρχ.
1. μίγμα παρασκευασμένο από νίτρο, έλαια και άλλες ουσίες, παρόμοιο με το σαπούνινίτρον
σάπων
καὶ εἶδος ἰατρικοῦ», Ησύχ.)
2. είδος αρτύματος
3. φρ. «νίτρον θαλάσσιον» — νίτρο που εξαγόταν από τις νιτρούχες λίμνες της Αιγύπτου (Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. από το αιγυπτ. ntr (πρβλ. εβρ. neter, αραβ. natrun, χετιττ. nitri).
ΠΑΡ. νιτρικός, νιτρώδης
αρχ.
νίτρασμα, νιτρία, νιτρίτις, νιτρώ.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. νιτρέλαιον, νιτροπηγικός, νιτροποιός, νιτροπώλης
νεοελλ.
βλ. νιτρ(ο)-. (Β συνθετικό) αρχ. αμμόνιτρον, αφρόνιτρον, οξύνιτρον].