χρυσώνης: Difference between revisions
From LSJ
πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more
(13) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chrysonis | |Transliteration C=chrysonis | ||
|Beta Code=xrusw/nhs | |Beta Code=xrusw/nhs | ||
|Definition= | |Definition=χρυσώνου, ὁ, [[financial officer]] in Egypt, ''PBremen'' 83 iii4(iv A. D.), ''PLips.''62i2, al. (iv A. D.), etc. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''χρυσώνης''': (;) ἐλέγετο ὃς ἐπὶ χρυσῷ ἐβρενθύετο, Σωφρ. Ἱεροσ. ἐν Spicil. Bom. τ. ΙΙΙ σ. 211. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br />[[τίτλος]] αξιωματούχου τών οικονομικών υπηρεσιών στην Αίγυπτο<br /><b>μσν.</b><br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που καμαρώνει για το [[χρυσάφι]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὠνοῦμαι</i> «[[αγοράζω]]»), [[πρβλ]]. [[τελώνης]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:16, 25 August 2023
English (LSJ)
χρυσώνου, ὁ, financial officer in Egypt, PBremen 83 iii4(iv A. D.), PLips.62i2, al. (iv A. D.), etc.
Greek (Liddell-Scott)
χρυσώνης: (;) ἐλέγετο ὃς ἐπὶ χρυσῷ ἐβρενθύετο, Σωφρ. Ἱεροσ. ἐν Spicil. Bom. τ. ΙΙΙ σ. 211.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
τίτλος αξιωματούχου τών οικονομικών υπηρεσιών στην Αίγυπτο
μσν.
ως επίθ. αυτός που καμαρώνει για το χρυσάφι του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. τελώνης].