Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πενταπλός: Difference between revisions

From LSJ

Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → Our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft.

Τhucydides, 2.40.1
(31)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / πενταπλοῡς, -ῆ, -οῡν και -όος, -όα, -όον, ΝΑ<br />ο [[πέντε]] φορές μεγαλύτερος ή [[περισσότερος]] από κάποιον ή [[κάτι]] [[άλλο]], [[πενταπλάσιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από [[πέντε]] όμοια μέρη<br /><b>2.</b> αυτός που εμφανίζεται με [[πέντε]] μορφές ή επαναλαμβάνεται [[πέντε]] φορές («πενταπλό οπτικό [[είδωλο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[πεντάπλοκος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἡ [[πενταπλόα]] [[κύλιξ]]» — [[αγγείο]] που περιείχε [[πέντε]] ειδών συστατικά, όπως [[κρασί]], [[μέλι]], [[τυρί]] [[αλεύρι]] και [[λάδι]], και το οποίο δινόταν ως [[βραβείο]] σε εφήβους νικητές σε αγώνα δρόμου [[κατά]] την [[εορτή]] τών [[Σκίρων]], τών Οσχοφορίων κ.ά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πενταπλώς</i><br />με [[πέντε]] τρόπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντα</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πλός]]].
|mltxt=-ή, -ό / πενταπλοῦς, -ῆ, -οῦν και -όος, -όα, -όον, ΝΑ<br />ο [[πέντε]] φορές μεγαλύτερος ή [[περισσότερος]] από κάποιον ή [[κάτι]] [[άλλο]], [[πενταπλάσιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από [[πέντε]] όμοια μέρη<br /><b>2.</b> αυτός που εμφανίζεται με [[πέντε]] μορφές ή επαναλαμβάνεται [[πέντε]] φορές («πενταπλό οπτικό [[είδωλο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[πεντάπλοκος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἡ [[πενταπλόα]] [[κύλιξ]]» — [[αγγείο]] που περιείχε [[πέντε]] ειδών συστατικά, όπως [[κρασί]], [[μέλι]], [[τυρί]] [[αλεύρι]] και [[λάδι]], και το οποίο δινόταν ως [[βραβείο]] σε εφήβους νικητές σε αγώνα δρόμου [[κατά]] την [[εορτή]] τών [[Σκίρων]], τών Οσχοφορίων κ.ά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πενταπλώς</i><br />με [[πέντε]] τρόπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντα</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πλός]]].
}}
}}

Latest revision as of 20:15, 13 June 2022

Greek Monolingual

-ή, -ό / πενταπλοῦς, -ῆ, -οῦν και -όος, -όα, -όον, ΝΑ
ο πέντε φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κάποιον ή κάτι άλλο, πενταπλάσιος
νεοελλ.
1. αυτός που αποτελείται από πέντε όμοια μέρη
2. αυτός που εμφανίζεται με πέντε μορφές ή επαναλαμβάνεται πέντε φορές («πενταπλό οπτικό είδωλο»)
αρχ.
1. ο πεντάπλοκος
2. φρ. «ἡ πενταπλόα κύλιξ» — αγγείο που περιείχε πέντε ειδών συστατικά, όπως κρασί, μέλι, τυρί αλεύρι και λάδι, και το οποίο δινόταν ως βραβείο σε εφήβους νικητές σε αγώνα δρόμου κατά την εορτή τών Σκίρων, τών Οσχοφορίων κ.ά.
επίρρ...
πενταπλώς
με πέντε τρόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -πλός].