νυμφιώ: Difference between revisions

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
(27)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=νυμφιῶ, -άω (Α)<br />(για θηλ. [[άλογο]]) έχω οργασμό, [[γίνομαι]] [[μανιώδης]] για [[οχεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νύμφη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιῶ</i>, δηλωτική ασθένειας (<b>πρβλ.</b> <i>αρρωστ</i>-<i>ιώ</i>)].
|mltxt=νυμφιῶ, -άω (Α)<br />(για θηλ. [[άλογο]]) έχω οργασμό, [[γίνομαι]] [[μανιώδης]] για [[οχεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νύμφη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιῶ</i>, δηλωτική ασθένειας ([[πρβλ]]. [[αρρωστιώ]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:40, 8 May 2023

Greek Monolingual

νυμφιῶ, -άω (Α)
(για θηλ. άλογο) έχω οργασμό, γίνομαι μανιώδης για οχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + κατάλ. -ιῶ, δηλωτική ασθένειας (πρβλ. αρρωστιώ)].