Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οίκοι: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
(28)
 
m (Text replacement - "ὑμῑν" to "ὑμῖν")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[οἴκοι]])<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> στο [[σπίτι]], κατ' οίκον (α. «οὔ νυ καὶ ὑμῑν [[οἴκοι]] ἔνεστι [[γόος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «του επιβλήθηκε [[οίκοι]] [[περιορισμός]]»)<br /><b>2.</b> στην [[πατρίδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προς]] το [[σπίτι]] ή [[προς]] την [[πατρίδα]]<br /><b>2.</b> (ενάρθρως ως επιθετ. προσδ. ουσ.) <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>, <i>τὸ [[οἴκοι]]<br />ο [[σχετικός]] με το [[σπίτι]] ή με την [[πατρίδα]] («ἡ [[οἴκοι]] [[δίαιτα]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (ενάρθρως ως ουσ.) α) <i>ἡ [[οἴκοι]]<br />(ενν. [[πόλις]]) η [[πατρίδα]]<br />β) <i>τὰ [[οἴκοι]]<br /><i>i</i>) οι οικιακές υποθέσεις<br />ii) τα οικιακά προϊόντα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίρρ. προερχόμενο από την παλαιά τοπική [[πτώση]] [[οἴκοι]] του [[οἶκος]] (<b>πρβλ.</b> [[πέδοι]])].
|mltxt=(Α [[οἴκοι]])<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> στο [[σπίτι]], κατ' οίκον (α. «οὔ νυ καὶ ὑμῖν [[οἴκοι]] ἔνεστι [[γόος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «του επιβλήθηκε [[οίκοι]] [[περιορισμός]]»)<br /><b>2.</b> στην [[πατρίδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προς]] το [[σπίτι]] ή [[προς]] την [[πατρίδα]]<br /><b>2.</b> (ενάρθρως ως επιθετ. προσδ. ουσ.) <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>, τὸ [[οἴκοι]]<br />ο [[σχετικός]] με το [[σπίτι]] ή με την [[πατρίδα]] («ἡ [[οἴκοι]] [[δίαιτα]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (ενάρθρως ως ουσ.) α) ἡ [[οἴκοι]]<br />(ενν. [[πόλις]]) η [[πατρίδα]]<br />β) τὰ [[οἴκοι]]<br /><i>i</i>) οι οικιακές υποθέσεις<br />ii) τα οικιακά προϊόντα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίρρ. προερχόμενο από την παλαιά τοπική [[πτώση]] [[οἴκοι]] του [[οἶκος]] (<b>πρβλ.</b> [[πέδοι]])].
}}
}}

Latest revision as of 06:45, 28 March 2021

Greek Monolingual

οἴκοι)
επίρρ.
1. στο σπίτι, κατ' οίκον (α. «οὔ νυ καὶ ὑμῖν οἴκοι ἔνεστι γόος», Ομ. Ιλ.
β. «του επιβλήθηκε οίκοι περιορισμός»)
2. στην πατρίδα
αρχ.
1. προς το σπίτι ή προς την πατρίδα
2. (ενάρθρως ως επιθετ. προσδ. ουσ.) , , τὸ οἴκοι
ο σχετικός με το σπίτι ή με την πατρίδα («ἡ οἴκοι δίαιτα», Σοφ.)
3. (ενάρθρως ως ουσ.) α) ἡ οἴκοι
(ενν. πόλις) η πατρίδα
β) τὰ οἴκοι
i) οι οικιακές υποθέσεις
ii) τα οικιακά προϊόντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. προερχόμενο από την παλαιά τοπική πτώση οἴκοι του οἶκος (πρβλ. πέδοι)].