οκρίβαντας: Difference between revisions
From LSJ
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
(28) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[ὀκρίβας]])<br />[[τρίποδο]] [[στήριγμα]] όπου τοποθετούν οι ζωγράφοι τους πίνακες, [[καβαλέτο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> υπερυψωμένος [[τόπος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> τρισκελές [[βάθρο]] στο αρχαίο ξύλινο [[θέατρο]] και αργότερα στο Ωδείο, από όπου οι ηθοποιοί απήγγελλαν [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του Προάγωνος<br /><b>2.</b> [[κάθισμα]] ηνιόχου ή αρματηλάτη<br /><b>3.</b> ο [[κόθορνος]]<br /><b>4.</b> γαϊδούρι ή άγριο [[κριάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄκρις]] «[[προεξοχή]], αιχμηρό [[άκρο]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>βας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), | |mltxt=ο (ΑΜ [[ὀκρίβας]])<br />[[τρίποδο]] [[στήριγμα]] όπου τοποθετούν οι ζωγράφοι τους πίνακες, [[καβαλέτο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> υπερυψωμένος [[τόπος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> τρισκελές [[βάθρο]] στο αρχαίο ξύλινο [[θέατρο]] και αργότερα στο Ωδείο, από όπου οι ηθοποιοί απήγγελλαν [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του Προάγωνος<br /><b>2.</b> [[κάθισμα]] ηνιόχου ή αρματηλάτη<br /><b>3.</b> ο [[κόθορνος]]<br /><b>4.</b> γαϊδούρι ή άγριο [[κριάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄκρις]] «[[προεξοχή]], αιχμηρό [[άκρο]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>βας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), [[πρβλ]]. [[κιλλίβας]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:36, 10 May 2023
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ὀκρίβας)
τρίποδο στήριγμα όπου τοποθετούν οι ζωγράφοι τους πίνακες, καβαλέτο
μσν.
μτφ. υπερυψωμένος τόπος
αρχ.
1. τρισκελές βάθρο στο αρχαίο ξύλινο θέατρο και αργότερα στο Ωδείο, από όπου οι ηθοποιοί απήγγελλαν κατά τη διάρκεια του Προάγωνος
2. κάθισμα ηνιόχου ή αρματηλάτη
3. ο κόθορνος
4. γαϊδούρι ή άγριο κριάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄκρις «προεξοχή, αιχμηρό άκρο» + -βας (< βαίνω), πρβλ. κιλλίβας].