ομηρεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(28)
 
mNo edit summary
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὁμηρεύω]] (Α) [[όμηρος]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] όμηρος ή [[χρησιμεύω]] ως όμηρος («τους τε παῑδας ὁμηρεύειν εἰς ἀσφάλειαν πίστεως ἔδωκεν», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[χρησιμεύω]] ως [[εγγυητής]] («[[[οἶνος]]] πίστιν ἀνθρώποις καὶ φιλίαν ὁμηρεύει», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παίρνω]] κάποιον ως όμηρο ή [[κάτι]] ως [[εγγύηση]] («τῶν δ' ὁμηρεύσας [[τέκνα]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὁμηρεύομαι</i><br />[[δίνω]] ομήρους ως [[εγγύηση]].———————— <b>(II)</b><br />[[ὁμηρεύω]] (Α) [[όμηρος</i> (II)]<br /><b>ιων. τ.</b> [[προπορεύομαι]] και [[οδηγώ]] τυφλό.———————— <b>(III)</b><br />[[ὁμηρεύω]] (Α)<br />[[συναρμόζω]], [[συναρμολογώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> 'Αλλος τ. του <i>ὁμηρῶ</i>, [[κατά]] τα ρήματα σε -<i>εύω]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὁμηρεύω]] (Α) [[όμηρος]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] όμηρος ή [[χρησιμεύω]] ως όμηρος («τους τε παῖδας ὁμηρεύειν εἰς ἀσφάλειαν πίστεως ἔδωκεν», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[χρησιμεύω]] ως [[εγγυητής]] («([[οἶνος]]) πίστιν ἀνθρώποις καὶ φιλίαν ὁμηρεύει», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παίρνω]] κάποιον ως όμηρο ή [[κάτι]] ως [[εγγύηση]] («τῶν δ' ὁμηρεύσας [[τέκνα]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> ὁμηρεύομαι<br />[[δίνω]] ομήρους ως [[εγγύηση]].<br /><b>(II)</b><br />[[ὁμηρεύω]] (Α) ([[όμηρος]] (II))<br /><b>ιων. τ.</b> [[προπορεύομαι]] και [[οδηγώ]] τυφλό.<br /><b>(III)</b><br />[[ὁμηρεύω]] (Α)<br />[[συναρμόζω]], [[συναρμολογώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του ὁμηρῶ, [[κατά]] τα ρήματα σε -εύω].
}}
}}

Latest revision as of 05:45, 20 May 2024

Greek Monolingual

(I)
ὁμηρεύω (Α) όμηρος
1. είμαι όμηρος ή χρησιμεύω ως όμηρος («τους τε παῖδας ὁμηρεύειν εἰς ἀσφάλειαν πίστεως ἔδωκεν», Ηρωδιαν.)
2. μτφ. χρησιμεύω ως εγγυητής («(οἶνος) πίστιν ἀνθρώποις καὶ φιλίαν ὁμηρεύει», Ιώσ.)
3. παίρνω κάποιον ως όμηρο ή κάτι ως εγγύηση («τῶν δ' ὁμηρεύσας τέκνα», Ευρ.)
4. μέσ. ὁμηρεύομαι
δίνω ομήρους ως εγγύηση.
(II)
ὁμηρεύω (Α) (όμηρος (II))
ιων. τ. προπορεύομαι και οδηγώ τυφλό.
(III)
ὁμηρεύω (Α)
συναρμόζω, συναρμολογώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ὁμηρῶ, κατά τα ρήματα σε -εύω].