ομόφρων: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht
(29) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον (ΑΜ [[ομόφρων]], -ον)<br />αυτός που έχει ή που εκφράζει τα [[ίδια]] φρονήματα, τις ίδιες αντιλήψεις («ὁμόφρονας λόγους», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ως ουσ.</b> <i>ο</i>, | |mltxt=-ον (ΑΜ [[ομόφρων]], -ον)<br />αυτός που έχει ή που εκφράζει τα [[ίδια]] φρονήματα, τις ίδιες αντιλήψεις («ὁμόφρονας λόγους», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ως ουσ.</b> <i>ο</i>, η [[ομόφρων]]<br />α) [[ομοϊδεάτης]], [[οπαδός]] της ίδιας μερίδας ή του ίδιου [[κόμματος]]<br />β) <b>εντομολ.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ομόφρων]]<br />[[γένος]] κολεόπτερων σαρκοφάγων εντόμων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ομοφρόνως]] (ΑΜ ὁμοφρόνως, Α ποιητ. τ. [[ὁμοφρονέως]])<br />με [[ομοφροσύνη]], ομόφωνα, με την [[ίδια]] [[γνώμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), <b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>φρων</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:25, 14 January 2019
Greek Monolingual
-ον (ΑΜ ομόφρων, -ον)
αυτός που έχει ή που εκφράζει τα ίδια φρονήματα, τις ίδιες αντιλήψεις («ὁμόφρονας λόγους», Αριστοφ.)
νεοελλ.
ως ουσ. ο, η ομόφρων
α) ομοϊδεάτης, οπαδός της ίδιας μερίδας ή του ίδιου κόμματος
β) εντομολ. το αρσ. ως ουσ. ο ομόφρων
γένος κολεόπτερων σαρκοφάγων εντόμων.
επίρρ...
ομοφρόνως (ΑΜ ὁμοφρόνως, Α ποιητ. τ. ὁμοφρονέως)
με ομοφροσύνη, ομόφωνα, με την ίδια γνώμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].