οξύφωνος: Difference between revisions
From LSJ
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
(29) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀξύφωνος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[οξεία]], διαπεραστική [[φωνή]] («[[ὀξύφωνος]] ὡς [[ἀηδών]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-η, -ο (Α [[ὀξύφωνος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[οξεία]], διαπεραστική [[φωνή]] («[[ὀξύφωνος]] ὡς [[ἀηδών]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[οξύφωνος]]<br /><i>ο</i> [[αοιδός]] που έχει [[ψιλή]] ανδρική [[φωνή]], ο [[τενόρος]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον βαρύτονο ή βαθύφωνο<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει λεπτή [[φωνή]] («τὰ [[θήλεα]] ὀξυφωνότερα», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), [[πρβλ]]. [[βαθύφωνος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:45, 10 May 2023
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὀξύφωνος, -ον)
αυτός που έχει οξεία, διαπεραστική φωνή («ὀξύφωνος ὡς ἀηδών», Σοφ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο οξύφωνος
ο αοιδός που έχει ψιλή ανδρική φωνή, ο τενόρος, σε αντιδιαστολή προς τον βαρύτονο ή βαθύφωνο
αρχ.
αυτός που έχει λεπτή φωνή («τὰ θήλεα ὀξυφωνότερα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύφωνος].