Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ορειβάτης: Difference between revisions

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
(29)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[ορειβάτις]] και ορειβάτισσα (ΑΜ [[ὀρειβάτης]], Α και [[ὀρειβάτης]] και [[ὀρεοβάτης]] και [[ὀριβάτης]] καί [[ὀρεσσιβάτης]], ποιητ. τ. [[οὐριβάτας]], Μ θηλ. [[ὀρειβάτις]], -ιδος)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που επιδίδεται στην [[ορειβασία]], [[αλπινιστής]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που περιπλανιέται στα όρη, που διέρχεται ή περιέρχεται τα όρη («οὐ πτηνὸν ὄρνιν οὐδὲ θῆρ' ὀρειβάτην», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀρει</i>- / <i>ὀρειο</i>- / <i>ὀρεο</i>- / <i>ὀρι</i>- / <i>οὐρι</i>- / <i>ὀρεσσι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>όρος</i> [ΙΙ]) <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ακρο</i>-[[βάτης]])].
|mltxt=ο, θηλ. [[ορειβάτις]] και ορειβάτισσα (ΑΜ [[ὀρειβάτης]], Α και [[ὀρειβάτης]] και [[ὀρεοβάτης]] και [[ὀριβάτης]] καί [[ὀρεσσιβάτης]], ποιητ. τ. [[οὐριβάτας]], Μ θηλ. [[ὀρειβάτις]], -ιδος)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που επιδίδεται στην [[ορειβασία]], [[αλπινιστής]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που περιπλανιέται στα όρη, που διέρχεται ή περιέρχεται τα όρη («οὐ πτηνὸν ὄρνιν οὐδὲ θῆρ' ὀρειβάτην», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀρει</i>- / <i>ὀρειο</i>- / <i>ὀρεο</i>- / <i>ὀρι</i>- / <i>οὐρι</i>- / <i>ὀρεσσι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>όρος</i> [ΙΙ]) <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), [[πρβλ]]. [[ακροβάτης]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:55, 8 May 2023

Greek Monolingual

ο, θηλ. ορειβάτις και ορειβάτισσα (ΑΜ ὀρειβάτης, Α και ὀρειβάτης και ὀρεοβάτης και ὀριβάτης καί ὀρεσσιβάτης, ποιητ. τ. οὐριβάτας, Μ θηλ. ὀρειβάτις, -ιδος)
νεοελλ.
αυτός που επιδίδεται στην ορειβασία, αλπινιστής
μσν.-αρχ.
αυτός που περιπλανιέται στα όρη, που διέρχεται ή περιέρχεται τα όρη («οὐ πτηνὸν ὄρνιν οὐδὲ θῆρ' ὀρειβάτην», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- / ὀρειο- / ὀρεο- / ὀρι- / οὐρι- / ὀρεσσι- (βλ. λ. όρος [ΙΙ]) + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ακροβάτης)].