ορολογία: Difference between revisions
(29) |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />η<br /><b>ιατρ.</b> [[κλάδος]] της μικροβιολογίας ο [[οποίος]] έχει ως [[αντικείμενο]] τη [[μελέτη]] τών ορών του αίματος, τών ιδιοτήτων τους και τών εφαρμογών τους και, ειδικότερα, η [[ανίχνευση]] αντισωμάτων, μικροβιακών ή άλλων, σε ορούς ή σε οργανικά υγρά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Νόθο αντιδάνειο σύνθ., <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>serology</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>serum</i> «[[ορός]]» (<b>βλ. λ.</b> [[ορός]]) <span style="color: red;">+</span> -[[λογία]]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />η<br /><b>ιατρ.</b> [[κλάδος]] της μικροβιολογίας ο [[οποίος]] έχει ως [[αντικείμενο]] τη [[μελέτη]] τών ορών του αίματος, τών ιδιοτήτων τους και τών εφαρμογών τους και, ειδικότερα, η [[ανίχνευση]] αντισωμάτων, μικροβιακών ή άλλων, σε ορούς ή σε οργανικά υγρά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Νόθο αντιδάνειο σύνθ., <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>serology</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>serum</i> «[[ορός]]» (<b>βλ. λ.</b> [[ορός]]) <span style="color: red;">+</span> -[[λογία]]].<br /> <b>(II)</b><br />η 1. η [[συστηματική]] [[ενασχόληση]] με τους όρους της επιστήμης, της τέχνης και της τεχνικής<br /><b>2.</b> η [[συναγωγή]] τών όρων της επιστήμης, της τέχνης και της τεχνικής<br /><b>3.</b> το [[σύνολο]] τών ειδικών όρων ενός γνωστικού τομέα, μιας επιστήμης ή ενός καλλιτεχνικού τεχνολογικού κλάδου (α. «επιστημονική [[ορολογία]]»<br />«ιατρική [[ορολογία]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. του γαλλ. <i>terminologie</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όρος</i> [Ι] <span style="color: red;">+</span> -[[λογία]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1846 στον Γρ. Παπαδόπουλο]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:40, 9 January 2019
Greek Monolingual
(I)
η
ιατρ. κλάδος της μικροβιολογίας ο οποίος έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τών ορών του αίματος, τών ιδιοτήτων τους και τών εφαρμογών τους και, ειδικότερα, η ανίχνευση αντισωμάτων, μικροβιακών ή άλλων, σε ορούς ή σε οργανικά υγρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. serology < λατ. serum «ορός» (βλ. λ. ορός) + -λογία].
(II)
η 1. η συστηματική ενασχόληση με τους όρους της επιστήμης, της τέχνης και της τεχνικής
2. η συναγωγή τών όρων της επιστήμης, της τέχνης και της τεχνικής
3. το σύνολο τών ειδικών όρων ενός γνωστικού τομέα, μιας επιστήμης ή ενός καλλιτεχνικού τεχνολογικού κλάδου (α. «επιστημονική ορολογία»
«ιατρική ορολογία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. του γαλλ. terminologie (< όρος [Ι] + -λογία). Η λ. μαρτυρείται από το 1846 στον Γρ. Παπαδόπουλο].