οσιότητα: Difference between revisions

From LSJ

Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn

Menander, Monostichoi, 391
(29)
 
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[ὁσιότης]], -ητος) [[όσιος]]<br /><b>1.</b> η [[συμπεριφορά]] σύμφωνα με τον [[θείο]] νόμο, [[ευσέβεια]], [[αγιότητα]] («μόρια [τῆς ἀρετῆς] ἐστὶν ἡ [[δικαιοσύνη]] καὶ [[σωφροσύνη]] καὶ [[ὁσιότης]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> τιμητική [[προσφώνηση]] ιερωμένων («τοῑς γράμμασι τῆς σῆς ὁσιότητος», Βασ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[σεβασμός]] («ἡ πρὸς τοὺς γονεῑς [[ὁσιότης]] καὶ ἡ πρὸς τοὺς θεοὺς [[εὐσέβεια]]», <b>Διόδ.</b>).
|mltxt=η (ΑΜ [[ὁσιότης]], -ητος) [[όσιος]]<br /><b>1.</b> η [[συμπεριφορά]] σύμφωνα με τον [[θείο]] νόμο, [[ευσέβεια]], [[αγιότητα]] («μόρια [τῆς ἀρετῆς] ἐστὶν ἡ [[δικαιοσύνη]] καὶ [[σωφροσύνη]] καὶ [[ὁσιότης]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> τιμητική [[προσφώνηση]] ιερωμένων («τοῖς γράμμασι τῆς σῆς ὁσιότητος», Βασ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[σεβασμός]] («ἡ πρὸς τοὺς γονεῖς [[ὁσιότης]] καὶ ἡ πρὸς τοὺς θεοὺς [[εὐσέβεια]]», <b>Διόδ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 08:05, 27 May 2022

Greek Monolingual

η (ΑΜ ὁσιότης, -ητος) όσιος
1. η συμπεριφορά σύμφωνα με τον θείο νόμο, ευσέβεια, αγιότητα («μόρια [τῆς ἀρετῆς] ἐστὶν ἡ δικαιοσύνη καὶ σωφροσύνη καὶ ὁσιότης», Πλάτ.)
2. τιμητική προσφώνηση ιερωμένων («τοῖς γράμμασι τῆς σῆς ὁσιότητος», Βασ.)
αρχ.
σεβασμός («ἡ πρὸς τοὺς γονεῖς ὁσιότης καὶ ἡ πρὸς τοὺς θεοὺς εὐσέβεια», Διόδ.).