οστράκινος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
(29)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὀστράκινος]], -ίνη, -ον) ο κατασκευασμένος από όστρακο ή αυτός που αποτελείται από όστρακο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για [[αγγείο]]) [[πήλινος]], [[κεραμιδένιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄστρακον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πήλ</i>-<i>ινος</i>)].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὀστράκινος]], -ίνη, -ον) ο κατασκευασμένος από όστρακο ή αυτός που αποτελείται από όστρακο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για [[αγγείο]]) [[πήλινος]], [[κεραμιδένιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄστρακον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> ([[πρβλ]]. [[πήλινος]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:45, 8 May 2023

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὀστράκινος, -ίνη, -ον) ο κατασκευασμένος από όστρακο ή αυτός που αποτελείται από όστρακο
μσν.-αρχ.
(για αγγείο) πήλινος, κεραμιδένιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + κατάλ. -ινος (πρβλ. πήλινος)].