ουτιδανός: Difference between revisions
From LSJ
ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
(30) |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[οὐτιδανός]], -ή, -όν)<br />[[ανάξιος]] λόγου, [[μηδαμινός]], [[τιποτένιος]] («ἧ γάρ κεν [[δειλός]] τε καὶ οὐτιδανὸς καλεοίμην», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αδιαφορεί, που περιφρονεί («γᾱς [[δόσις]] | |mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[οὐτιδανός]], -ή, -όν)<br />[[ανάξιος]] λόγου, [[μηδαμινός]], [[τιποτένιος]] («ἧ γάρ κεν [[δειλός]] τε καὶ οὐτιδανὸς καλεοίμην», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αδιαφορεί, που περιφρονεί («γᾱς [[δόσις]] οὐτιδανοῖς ἐν ῥοθίοις φορεῖται» — τα προϊόντα της γης παρασύρονται από τα κύματα, δηλ. από τους εχθρούς που αδιαφορούν για τα [[πάντα]], <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὔτις]], πιθ. [[κατά]] τα παράγωγα του τύπου [[ἠπεδανός]], [[πευκεδανός]] ή από αμάρτυρο τ. <i>οὔ</i>-<i>τιδ</i> (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>quid</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:44, 13 October 2022
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ οὐτιδανός, -ή, -όν)
ανάξιος λόγου, μηδαμινός, τιποτένιος («ἧ γάρ κεν δειλός τε καὶ οὐτιδανὸς καλεοίμην», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
αυτός που αδιαφορεί, που περιφρονεί («γᾱς δόσις οὐτιδανοῖς ἐν ῥοθίοις φορεῖται» — τα προϊόντα της γης παρασύρονται από τα κύματα, δηλ. από τους εχθρούς που αδιαφορούν για τα πάντα, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὔτις, πιθ. κατά τα παράγωγα του τύπου ἠπεδανός, πευκεδανός ή από αμάρτυρο τ. οὔ-τιδ (πρβλ. λατ. quid)].