πάζιον: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(30)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pazion
|Transliteration C=pazion
|Beta Code=pa/zion
|Beta Code=pa/zion
|Definition=τό, a gem, Hsch., Cyr.
|Definition=τό, a gem, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Cyr.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[πάζιον]], τὸ (Α)<br />[[είδος]] πολύτιμου λίθου, το [[τοπάζι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[τοπάζιον]] που παραδίδεται από τον Ησύχιο (<b>πρβλ.</b> [[ταβάσιος]], <i>βάσιον</i>)].
|mltxt=[[πάζιον]], τὸ (Α)<br />[[είδος]] πολύτιμου λίθου, το [[τοπάζι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[τοπάζιον]] που παραδίδεται από τον Ησύχιο (<b>πρβλ.</b> [[ταβάσιος]], <i>βάσιον</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 09:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάζιον Medium diacritics: πάζιον Low diacritics: πάζιον Capitals: ΠΑΖΙΟΝ
Transliteration A: pázion Transliteration B: pazion Transliteration C: pazion Beta Code: pa/zion

English (LSJ)

τό, a gem, Hsch., Cyr.

Greek Monolingual

πάζιον, τὸ (Α)
είδος πολύτιμου λίθου, το τοπάζι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του τοπάζιον που παραδίδεται από τον Ησύχιο (πρβλ. ταβάσιος, βάσιον)].