πηρόχειρ: Difference between revisions

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
(32)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η, Ν<br />αυτός που πάσχει από [[πηροχειρία]], [[κουλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πηρός]] «[[ανάπηρος]]» <span style="color: red;">+</span> [[χειρ]], <i>χειρός</i> «[[χέρι]]» (<b>πρβλ.</b> <i>αυτό</i>-[[χειρ]])].
|mltxt=ο, η, Ν<br />αυτός που πάσχει από [[πηροχειρία]], [[κουλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πηρός]] «[[ανάπηρος]]» <span style="color: red;">+</span> [[χειρ]], <i>χειρός</i> «[[χέρι]]» ([[πρβλ]]. [[αυτόχειρ]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:10, 8 May 2023

Greek Monolingual

ο, η, Ν
αυτός που πάσχει από πηροχειρία, κουλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηρός «ανάπηρος» + χειρ, χειρός «χέρι» (πρβλ. αυτόχειρ)].