πολιεύς: Difference between revisions

From LSJ

ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head

Source
(33)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-έως, ὁ, Α<br />[[γέροντας]] που έχει άσπρα μαλλιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πολιός]] «[[γκρίζος]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> <b>πρβλ.</b> <i>χλωρ</i>-<i>εύς</i>)].
|mltxt=-έως, ὁ, Α<br />[[γέροντας]] που έχει άσπρα μαλλιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πολιός]] «[[γκρίζος]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> [[πρβλ]]. [[χλωρεύς]])].
}}
{{elru
|elrutext='''πολιεύς:''' έως ὁ [[хранитель города]] (эпитет Зевса) Arst.
}}
}}

Latest revision as of 16:05, 11 May 2023

German (Pape)

[Seite 655] ὁ, der Städtische, Stadtbeschützende, Beiname des Zeus; Arist. de mund. 7; Inscr., wo der gen. auch πολιῶς lautet. Vgl. πολιάς.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
γέροντας που έχει άσπρα μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «γκρίζος» + κατάλ. -εύς πρβλ. χλωρεύς)].

Russian (Dvoretsky)

πολιεύς: έως ὁ хранитель города (эпитет Зевса) Arst.