πολιορκητής: Difference between revisions
σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν → it is hard for thee to kick against the pricks, it is hard for you to kick against the goads
(33) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=poliorkitis | |Transliteration C=poliorkitis | ||
|Beta Code=poliorkhth/s | |Beta Code=poliorkhth/s | ||
|Definition= | |Definition=πολιορκητοῦ, ὁ, [[taker of cities]], surname of Demetrius son of Antigonus, Phld.''Hom.''p.55 O., [[Diodorus Siculus|D.S.]]20.92, Plu.''Demetr.''42, ''Arist.''6 (pl.), etc. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0655.png Seite 655]] ὁ, der Städtebelagerer, Sp.; bekannter Beiname des Demetrius, Ath. IV, 128, Plut. Demetr. 42. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0655.png Seite 655]] ὁ, der Städtebelagerer, Sp.; bekannter Beiname des Demetrius, Ath. IV, 128, Plut. Demetr. 42. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />preneur de villes, <i>ou</i> Poliorcète, <i>surnom de Démétrios, roi de Macédoine</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πολιορκέω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολιορκητής:''' οῦ ὁ [[полиоркет]], [[осаждающий города]] (прозвище Деметрия, сына Антигона, 337-283 гг. до н. э.) Diod., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολιορκητής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐκπολιορκῶν, κυριεύων πόλεις, ἐπώνυμον Δημητρίου υἱοῦ τοῦ Ἀντιγόνου, Διόδ. 20. 92, Πλουτ. Δημήτρ. 42, Ἀριστείδ. 6, κλπ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 427. | |lstext='''πολιορκητής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐκπολιορκῶν, κυριεύων πόλεις, ἐπώνυμον Δημητρίου υἱοῦ τοῦ Ἀντιγόνου, Διόδ. 20. 92, Πλουτ. Δημήτρ. 42, Ἀριστείδ. 6, κλπ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 427. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[πολιορκώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που πολιορκεί [[πόλη]] ή [[φρούριο]]<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] του Δημητρίου, γιου του Αντιγόνου. | |mltxt=ο, ΝΜΑ [[πολιορκώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που πολιορκεί [[πόλη]] ή [[φρούριο]]<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] του Δημητρίου, γιου του Αντιγόνου. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πολιορκητής:''' -οῦ, ὁ, [[πορθητής]] [[πόλεων]], όνομα του Δημητρίου, γιου του Αντίγονου, σε Πλούτ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[πολιορκητής]], οῦ, ὁ,<br />taker of cities, [[name]] of [[Demetrius]] son of [[Antigonus]], Plut. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:35, 27 March 2024
English (LSJ)
πολιορκητοῦ, ὁ, taker of cities, surname of Demetrius son of Antigonus, Phld.Hom.p.55 O., D.S.20.92, Plu.Demetr.42, Arist.6 (pl.), etc.
German (Pape)
[Seite 655] ὁ, der Städtebelagerer, Sp.; bekannter Beiname des Demetrius, Ath. IV, 128, Plut. Demetr. 42.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
preneur de villes, ou Poliorcète, surnom de Démétrios, roi de Macédoine.
Étymologie: πολιορκέω.
Russian (Dvoretsky)
πολιορκητής: οῦ ὁ полиоркет, осаждающий города (прозвище Деметрия, сына Антигона, 337-283 гг. до н. э.) Diod., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
πολιορκητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐκπολιορκῶν, κυριεύων πόλεις, ἐπώνυμον Δημητρίου υἱοῦ τοῦ Ἀντιγόνου, Διόδ. 20. 92, Πλουτ. Δημήτρ. 42, Ἀριστείδ. 6, κλπ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 427.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ πολιορκώ
1. αυτός που πολιορκεί πόλη ή φρούριο
2. προσωνυμία του Δημητρίου, γιου του Αντιγόνου.
Greek Monotonic
πολιορκητής: -οῦ, ὁ, πορθητής πόλεων, όνομα του Δημητρίου, γιου του Αντίγονου, σε Πλούτ.
Middle Liddell
πολιορκητής, οῦ, ὁ,
taker of cities, name of Demetrius son of Antigonus, Plut.