ποντικοκτόνος: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
(33)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, Ν<br />αυτός που φονεύει τους ποντικούς, [[μυοκτόνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποντικός]] <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]] «[[φονεύω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μυο</i>-[[κτόνος]].
|mltxt=ο, Ν<br />αυτός που φονεύει τους ποντικούς, [[μυοκτόνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποντικός]] <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]] «[[φονεύω]]»), [[πρβλ]]. [[μυοκτόνος]].
}}
}}

Latest revision as of 13:15, 25 August 2021

Greek Monolingual

ο, Ν
αυτός που φονεύει τους ποντικούς, μυοκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποντικός + -κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. μυοκτόνος.