πορθώ: Difference between revisions

From LSJ

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source
(33)
 
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=πορθῶ, -έω, ΝΜΑ<br />[[εκπορθώ]], [[αφανίζω]] με [[κατάκτηση]], [[λεηλατώ]] («τὴν Σελλασίαν ἔκαον καὶ ἐπόρθουν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] πολεμική [[επίθεση]], [[προσβάλλω]] («προσέταξαν τήν τε χώραν... λεηλατῆσαι καὶ τὴν πόλιν πορθῆσαι», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συλώ]], [[καταστρέφω]] («θεοὺς τοὺς ἐγγενῆς πορθεῑν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ληστεύω]] [[αρπάζω]]<br /><b>4.</b> [[προξενώ]] όλεθρο, [[επιφέρω]] ολοκληρωτική [[καταστροφή]]<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>πορθμοῡμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />(για [[γυναίκα]]) κατακτιέμαι με τη βία, βιάζομαι («αἰχμαλωτίδας κόρας βίᾳ πρὸς ἀνδρῶν πολεμίων πορθουμένας», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πορθ</i>-, ετερριωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας του [[πέρθω]] (<b>πρβλ.</b> <i>στροφῶ</i>: [[στρέφω]], <i>φορῶ</i>: [[φέρω]])].
|mltxt=πορθῶ, -έω, ΝΜΑ<br />[[εκπορθώ]], [[αφανίζω]] με [[κατάκτηση]], [[λεηλατώ]] («τὴν Σελλασίαν ἔκαον καὶ ἐπόρθουν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] πολεμική [[επίθεση]], [[προσβάλλω]] («προσέταξαν τήν τε χώραν... λεηλατῆσαι καὶ τὴν πόλιν πορθῆσαι», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συλώ]], [[καταστρέφω]] («θεοὺς τοὺς ἐγγενῆς πορθεῖν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ληστεύω]] [[αρπάζω]]<br /><b>4.</b> [[προξενώ]] όλεθρο, [[επιφέρω]] ολοκληρωτική [[καταστροφή]]<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>πορθμοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />(για [[γυναίκα]]) κατακτιέμαι με τη βία, βιάζομαι («αἰχμαλωτίδας κόρας βίᾳ πρὸς ἀνδρῶν πολεμίων πορθουμένας», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πορθ</i>-, ετερριωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας του [[πέρθω]] (<b>πρβλ.</b> <i>στροφῶ</i>: [[στρέφω]], <i>φορῶ</i>: [[φέρω]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:40, 27 March 2021

Greek Monolingual

πορθῶ, -έω, ΝΜΑ
εκπορθώ, αφανίζω με κατάκτηση, λεηλατώ («τὴν Σελλασίαν ἔκαον καὶ ἐπόρθουν», Ξεν.)
αρχ.
1. κάνω πολεμική επίθεση, προσβάλλω («προσέταξαν τήν τε χώραν... λεηλατῆσαι καὶ τὴν πόλιν πορθῆσαι», Διόδ.)
2. συλώ, καταστρέφω («θεοὺς τοὺς ἐγγενῆς πορθεῖν», Αισχύλ.)
3. ληστεύω αρπάζω
4. προξενώ όλεθρο, επιφέρω ολοκληρωτική καταστροφή
5. παθ. πορθμοῦμαι, -έομαι
(για γυναίκα) κατακτιέμαι με τη βία, βιάζομαι («αἰχμαλωτίδας κόρας βίᾳ πρὸς ἀνδρῶν πολεμίων πορθουμένας», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορθ-, ετερριωμένη βαθμίδα της ρίζας του πέρθω (πρβλ. στροφῶ: στρέφω, φορῶ: φέρω)].