προστομίδα: Difference between revisions
From LSJ
(35) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[προστομίς]], - | |mltxt=η / [[προστομίς]], -ίδος, ΝΑ<br />[[εξάρτημα]] τών πνευστών οργάνων που έρχεται σε [[επαφή]] με τα χείλη του εκτελεστή και διά μέσου του οποίου αυτός φυσά και θέτει σε παλμική [[κίνηση]] τη [[στήλη]] του αέρα που περιέχεται στον [[σωλήνα]] του οργάνου [[παράγοντας]] [[έτσι]] ήχο, αλλ. [[επιστόμιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[στομίς]] «[[εξάρτημα]] του χαλινού» (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:20, 1 March 2024
Greek Monolingual
η / προστομίς, -ίδος, ΝΑ
εξάρτημα τών πνευστών οργάνων που έρχεται σε επαφή με τα χείλη του εκτελεστή και διά μέσου του οποίου αυτός φυσά και θέτει σε παλμική κίνηση τη στήλη του αέρα που περιέχεται στον σωλήνα του οργάνου παράγοντας έτσι ήχο, αλλ. επιστόμιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + στομίς «εξάρτημα του χαλινού» (< στόμα)].