πτορθεῖον: Difference between revisions
From LSJ
Sophocles, Antigone, 523
(35) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ptortheion | |Transliteration C=ptortheion | ||
|Beta Code=ptorqei=on | |Beta Code=ptorqei=on | ||
|Definition=τό, | |Definition=τό, = [[πτόρθος]], Nic.''Al.''267. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:35, 25 August 2023
English (LSJ)
τό, = πτόρθος, Nic.Al.267.
German (Pape)
[Seite 811] τό, = πτόρθος, Nic. Al. 267.
Greek (Liddell-Scott)
πτορθεῖον: τό, νέος βλαστός, «βλαστάρι», νέος κλάδος, Ὀδ. Ζ. 128· ὥς τις πτόρθος ηὐξόμην Εὐρ. Ἑκ. 20· πτόρθοισι δάφνης ὁ αὐτ. ἔν Ἴωνι 103· μαλάχης Ἀριστοφ. Πλ. 514· οἱ πτόρθοι καὶ οἱ νέοι κλῶνες Πλάτ. Πρωτ. 334Β· πτόρθους ἀπαλοὺς ἀποτρώγουσαι Εὔπολις ἐν «Αἰξὶν» 1· καθόλου, κλάδος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Μορ. 3. 10, 17, κτλ.· - πτ. μέγας, ἐπὶ τοῦ ῥοπάλου τοῦ Ἡρακλέους, Ἀνθ. Πλαν. 103. ΙΙ. πτόρθοιό τι λήγει, «τοῦ κλωνοφυεῖν» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 419. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πτόρθος· ὄρπηξ, βλαστός, κλάδος, ἢ ἔκφυσις δένδρου, θαλλός».
Greek Monolingual
τὸ, Α πτόρθος
μικρός πτόρθος, βλασταράκι.