πυροδότης: Difference between revisions
From LSJ
(35) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, Ν<br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> [[ράβδος]] με [[φιτίλι]] στο ένα της [[άκρο]] με την οποία μεταδιδόταν η [[φωτιά]] στο [[έκκαυμα]] τών παλαιότερων πυροβόλων<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[κάθε]] [[μέσο]] για το [[άναμμα]] ή για τη [[μετάδοση]] της φωτιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυρ</i> <span style="color: red;">+</span> [[δότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), | |mltxt=ο, Ν<br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> [[ράβδος]] με [[φιτίλι]] στο ένα της [[άκρο]] με την οποία μεταδιδόταν η [[φωτιά]] στο [[έκκαυμα]] τών παλαιότερων πυροβόλων<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[κάθε]] [[μέσο]] για το [[άναμμα]] ή για τη [[μετάδοση]] της φωτιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυρ</i> <span style="color: red;">+</span> [[δότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), [[πρβλ]]. [[αιμοδότης]]. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. <i>πυροδόται</i>, μαρτυρείται από το 1895 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:20, 25 August 2021
Greek Monolingual
ο, Ν
1. στρ. ράβδος με φιτίλι στο ένα της άκρο με την οποία μεταδιδόταν η φωτιά στο έκκαυμα τών παλαιότερων πυροβόλων
2. (κατ' επέκτ.) κάθε μέσο για το άναμμα ή για τη μετάδοση της φωτιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ + δότης (< δίδωμι), πρβλ. αιμοδότης. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. πυροδόται, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].