πυρευτικός: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
(35)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pyreftikos
|Transliteration C=pyreftikos
|Beta Code=pureutiko/s
|Beta Code=pureutiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">for fishing by torchlight</b>, <b class="b3">πυρευτική</b> (sc. <b class="b3">θήρα</b>) <span class="bibl">Pl.<span class="title">Sph.</span>220d</span>; cf. πυρία <span class="bibl">11</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">for burning</b>, χρεία <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span> 5.1.12</span>.</span>
|Definition=πυρευτική, πυρευτικόν,<br><span class="bld">A</span> of or for [[fishing]] by [[torchlight]], [[πυρευτική]] (''[[sc.]]'' [[θήρα]]) Pl.''Sph.''220d; cf. [[πυρία]] ''ΙΙ''.<br><span class="bld">II</span> for [[burning]], χρεία [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 5.1.12.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πῠρευτικός''': -ή, -όν, (πυρευτὴς) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν [[μετὰ]] πυρσοῦ ἁλιείαν, πυρευτικὴ (ἐξυπακ. [[θήρα]]) Πλάτ. Σοφιστ. 220D· πρβλ. [[πυρία]] ΙΙ. ΙΙ. ([[πυρεύω]]) ὁ πρὸς καῦσιν [[κατάλληλος]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 12.
|lstext='''πῠρευτικός''': -ή, -όν, (πυρευτὴς) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν μετὰ πυρσοῦ ἁλιείαν, πυρευτικὴ (ἐξυπακ. [[θήρα]]) Πλάτ. Σοφιστ. 220D· πρβλ. [[πυρία]] ΙΙ. ΙΙ. ([[πυρεύω]]) ὁ πρὸς καῦσιν [[κατάλληλος]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 12.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πυρεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο [[ψάρεμα]] με πυρσούς, στο [[πυροφάνι]]<br /><b>2.</b> ο [[κατάλληλος]] για [[καύση]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[πυρευτική]]<br />νυχτερινό [[ψάρεμα]] με πυρσούς, [[πυροφάνι]].
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πυρεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο [[ψάρεμα]] με πυρσούς, στο [[πυροφάνι]]<br /><b>2.</b> ο [[κατάλληλος]] για [[καύση]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[πυρευτική]]<br />νυχτερινό [[ψάρεμα]] με πυρσούς, [[πυροφάνι]].
}}
{{elnl
|elnltext=πυρευτικός -ή -όν [πυρεύω] horend bij het vissen bij fakkellicht:. πυρευτικὴ θήρα visvangst bij het licht van fakkels Plat. Sph. 220d.
}}
}}

Latest revision as of 10:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρευτικός Medium diacritics: πυρευτικός Low diacritics: πυρευτικός Capitals: ΠΥΡΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pyreutikós Transliteration B: pyreutikos Transliteration C: pyreftikos Beta Code: pureutiko/s

English (LSJ)

πυρευτική, πυρευτικόν,
A of or for fishing by torchlight, πυρευτική (sc. θήρα) Pl.Sph.220d; cf. πυρία ΙΙ.
II for burning, χρεία Thphr. HP 5.1.12.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρευτικός: -ή, -όν, (πυρευτὴς) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν μετὰ πυρσοῦ ἁλιείαν, πυρευτικὴ (ἐξυπακ. θήρα) Πλάτ. Σοφιστ. 220D· πρβλ. πυρία ΙΙ. ΙΙ. (πυρεύω) ὁ πρὸς καῦσιν κατάλληλος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 12.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α πυρεύω
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο ψάρεμα με πυρσούς, στο πυροφάνι
2. ο κατάλληλος για καύση
3. το θηλ. ως ουσ.πυρευτική
νυχτερινό ψάρεμα με πυρσούς, πυροφάνι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρευτικός -ή -όν [πυρεύω] horend bij het vissen bij fakkellicht:. πυρευτικὴ θήρα visvangst bij het licht van fakkels Plat. Sph. 220d.