ρέγχω: Difference between revisions
Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch
(36) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ῥέγχω]] ΝΜΑ, και [[ῥέγκω]] ΜΑ<br />[[ροχαλίζω]] (α. «εἰς τὴν κοίλην | |mltxt=[[ῥέγχω]] ΝΜΑ, και [[ῥέγκω]] ΜΑ<br />[[ροχαλίζω]] (α. «εἰς τὴν κοίλην τοῦ πλοίου καὶ ἐκάθενδε καὶ ἔρρεγχε», ΠΔ<br />β. «καὶ ῥέγχει καθεύδων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> (για την [[ψυχή]]) [[κοιμάμαι]] [[βαριά]], βρίσκομαι σε [[κατάσταση]] αναισθησίας και αδιαφορίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ῥέγκω]] / [[ῥέγχω]] όπως και οι υπόλοιποι τ. που συνδέονται με αυτό [[είναι]] εκφραστικοί όροι, προϊόντα ονοματοποιίας, και εμφανίζουν [[ποικιλία]] μορφών (<b>πρβλ.</b> [[ῥογχάζω]], [[ῥόγχος]], [[ῥωγμός]], [[ῥογμός]], [[ῥώχω]]). Η [[δασεία]] τών τύπων προέρχεται από αρκτικό <i>s</i>- ή <i>F</i>-. Κατά μια [[άποψη]], οι τ. αυτοί μπορούν να αναχθούν σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>srenk</i>-/ <i>srungh</i>- «[[ροχαλίζω]]» και να συνδεθούν με τ. της Κελτικής (<b>πρβλ.</b> αρχ. ιρλ. <i>srennim</i> «[[ροχαλίζω]]», μεσ. ιρλ. <i>sr</i><i>ē</i><i>imm</i> «[[ροχαλητό]]») και πιθ. και με τη λ. [[ῥύγχος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:00, 15 February 2019
Greek Monolingual
ῥέγχω ΝΜΑ, και ῥέγκω ΜΑ
ροχαλίζω (α. «εἰς τὴν κοίλην τοῦ πλοίου καὶ ἐκάθενδε καὶ ἔρρεγχε», ΠΔ
β. «καὶ ῥέγχει καθεύδων», Αριστοτ.)
μσν.-αρχ.
μτφ. (για την ψυχή) κοιμάμαι βαριά, βρίσκομαι σε κατάσταση αναισθησίας και αδιαφορίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ῥέγκω / ῥέγχω όπως και οι υπόλοιποι τ. που συνδέονται με αυτό είναι εκφραστικοί όροι, προϊόντα ονοματοποιίας, και εμφανίζουν ποικιλία μορφών (πρβλ. ῥογχάζω, ῥόγχος, ῥωγμός, ῥογμός, ῥώχω). Η δασεία τών τύπων προέρχεται από αρκτικό s- ή F-. Κατά μια άποψη, οι τ. αυτοί μπορούν να αναχθούν σε ΙΕ ρίζα srenk-/ srungh- «ροχαλίζω» και να συνδεθούν με τ. της Κελτικής (πρβλ. αρχ. ιρλ. srennim «ροχαλίζω», μεσ. ιρλ. srēimm «ροχαλητό») και πιθ. και με τη λ. ῥύγχος].