ῥόμμα: Difference between revisions

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(36)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=romma
|Transliteration C=romma
|Beta Code=r(o/mma
|Beta Code=r(o/mma
|Definition=ατος, τό<b class="b3">, (ῥόφω)</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ῥόφημα]], Hp. ap. Gal.19.135.</span>
|Definition=-ατος, τό, ([[ῥόφω]]) = [[ῥόφημα]], Hp. ap. Gal.19.135.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />το [[ῥόφημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για συνεπτυγμένο τ. του [[ῥόφημα]] (&GT; <i>ῥόφμα</i> &GT; [[ρόμμα]]). Το ρ. [[ῥόφω]] που παραδίδει το <i>Μέγα Ετυμολογικόν</i> [[είναι]] [[μάλλον]] [[επινόηση]] τών γραμματικών, προκειμένου να δικαιολογήσουν τα [[ῥόμμα]], [[ῥοπτός]].
|mltxt=τὸ, Α<br />το [[ῥόφημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για συνεπτυγμένο τ. του [[ῥόφημα]] (> <i>ῥόφμα</i> > [[ρόμμα]]). Το ρ. [[ῥόφω]] που παραδίδει το <i>Μέγα Ετυμολογικόν</i> [[είναι]] [[μάλλον]] [[επινόηση]] τών γραμματικών, προκειμένου να δικαιολογήσουν τα [[ῥόμμα]], [[ῥοπτός]].
}}
}}

Latest revision as of 09:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥόμμα Medium diacritics: ῥόμμα Low diacritics: ρόμμα Capitals: ΡΟΜΜΑ
Transliteration A: rhómma Transliteration B: rhomma Transliteration C: romma Beta Code: r(o/mma

English (LSJ)

-ατος, τό, (ῥόφω) = ῥόφημα, Hp. ap. Gal.19.135.

German (Pape)

[Seite 848] τό, = ῥόφημα, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ῥόμμα: τό, (ῥοφέω) = ῥόφημα, Γαλην. Λεξ. Ἱππ. 554.

Greek Monolingual

τὸ, Α
το ῥόφημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συνεπτυγμένο τ. του ῥόφημα (> ῥόφμα > ρόμμα). Το ρ. ῥόφω που παραδίδει το Μέγα Ετυμολογικόν είναι μάλλον επινόηση τών γραμματικών, προκειμένου να δικαιολογήσουν τα ῥόμμα, ῥοπτός.