σαπουνάδα: Difference between revisions

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source
(36)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> [[νερό]] που περιέχει [[διάλυμα]] σαπουνιού και χρησιμεύει [[κυρίως]] για το [[πλύσιμο]] τών ρούχων και τών πιατικών<br /><b>2.</b> [[αφρός]] διαλυμένου σαπουνιού ή απορρυπαντικού στο [[νερό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σαπούνι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άδα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πορτοκαλ</i>-<i>άδα</i>)].
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> [[νερό]] που περιέχει [[διάλυμα]] σαπουνιού και χρησιμεύει [[κυρίως]] για το [[πλύσιμο]] τών ρούχων και τών πιατικών<br /><b>2.</b> [[αφρός]] διαλυμένου σαπουνιού ή απορρυπαντικού στο [[νερό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σαπούνι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άδα</i> ([[πρβλ]]. [[πορτοκαλάδα]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:15, 11 May 2023

Greek Monolingual

η, Ν
1. νερό που περιέχει διάλυμα σαπουνιού και χρησιμεύει κυρίως για το πλύσιμο τών ρούχων και τών πιατικών
2. αφρός διαλυμένου σαπουνιού ή απορρυπαντικού στο νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαπούνι + κατάλ. -άδα (πρβλ. πορτοκαλάδα)].