σακκώνυμος: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
(36)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sakkonymos
|Transliteration C=sakkonymos
|Beta Code=sakkw/numos
|Beta Code=sakkw/numos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">named from a sack</b>, Sch.Lyc.183.</span>
|Definition=σακκώνυμον, [[named from a sack]], Sch.Lyc.183.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός του οποίου το όνομα προέρχεται από την [[λέξη]] [[σάκκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σάκ</i>(<i>κ</i>)<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], αιολ. τ. του [[ὄνομα]]), <b>πρβλ.</b> <i>πτερ</i>-<i>ώνυμος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός του οποίου το όνομα προέρχεται από την [[λέξη]] [[σάκκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σάκ</i>(<i>κ</i>)<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], αιολ. τ. του [[ὄνομα]]), [[πρβλ]]. [[πτερώνυμος]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σακκώνυμος Medium diacritics: σακκώνυμος Low diacritics: σακκώνυμος Capitals: ΣΑΚΚΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: sakkṓnymos Transliteration B: sakkōnymos Transliteration C: sakkonymos Beta Code: sakkw/numos

English (LSJ)

σακκώνυμον, named from a sack, Sch.Lyc.183.

Greek (Liddell-Scott)

σακκώνυμος: -ον, ὁ λαβὼν τὸ ὄνομα ἐκ σάκκου, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 183.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός του οποίου το όνομα προέρχεται από την λέξη σάκκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. πτερώνυμος].