πτερώνυμος

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτερώνῠμος Medium diacritics: πτερώνυμος Low diacritics: πτερώνυμος Capitals: ΠΤΕΡΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: pterṓnymos Transliteration B: pterōnymos Transliteration C: pteronymos Beta Code: pterw/numos

English (LSJ)

πτερώνυμον, named from its feathers or wings, Pl.Phdr.252c.

German (Pape)

[Seite 809] nach den Federn od. Flügeln benannt, Plat. Phaedr. 252 c, wo Ἔρως als Πτέρως gedeutet wird, der Flügelgott.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτερώνυμος -ον [πτερόν, ὄνομα] genoemd naar zijn vleugels.

Russian (Dvoretsky)

πτερώνῠμος: получивший свое имя от πτερόν «крыло», т. е. Πτέρως = Ἔρως Plat.

Greek (Liddell-Scott)

πτερώνῠμος: -ον, ὁ ὀνομασθεὶς ἐκ τῶν πτερῶν αὐτοῦ, Πλάτ. Φαῖδρ. 252C.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που πήρε το όνομα του απ' τα φτερά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. πατρ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].