σέλινο: Difference between revisions

From LSJ

Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratioBetrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort

Menander, Monostichoi, 319
(37)
 
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[σέλινον]], ΝΜΑ, και αιολ. τ. σέλιννον Α<br />[[κοινή]], [[σήμερα]], [[ονομασία]] δύο ποικιλιών του φυτού Αpium graveolens του γένους Άπιο της οικογένειας απιίδες ή [[σκιαδοφόρα]], οι οποίες καλλιεργούνται η μία για τα εδώδιμα φύλλα της που τρώγονται ως λαχανικό ή χρησιμοποιούνται ως [[καρύκευμα]] και η [[άλλη]] για τη διογκωμένη [[ρίζα]] της που έχει την [[ίδια]] [[γεύση]] και το ίδιο [[άρωμα]] και χρησιμοποιείται [[κατά]] τον [[ίδιον]] τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. ή λ. που προέρχεται από το προελληνικό γλωσσικό [[υπόστρωμα]] (<b>πρβλ.</b> [[κύμινον]], [[ῥητίνη]]). Ο τ. μαρτυρείται ήδη από τη Μυκηναϊκή (<b>πρβλ.</b> μυκην. <i>serino</i>). Από τη λ. [[σέλινον]] παράγεται το [[τοπωνύμιο]] [[Σελινοῦς]] με κατάλ. -<i>οῦς</i> / -<i>οῦσσα</i>, συνηρημένη [[μορφή]] της κατάλ. -<i>όεις</i>, -<i>όεσσα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>Οἰνοῦς</i>)].
|mltxt=[[σέλινο]], το / [[σέλινον]], ΝΜΑ, και αιολ. τ. [[σέλιννον]] Α<br />[[κοινή]], [[σήμερα]], [[ονομασία]] δύο ποικιλιών του φυτού Αpium graveolens του γένους Άπιο της οικογένειας απιίδες ή [[σκιαδοφόρα]], οι οποίες καλλιεργούνται η μία για τα εδώδιμα φύλλα της που τρώγονται ως λαχανικό ή χρησιμοποιούνται ως [[καρύκευμα]] και η [[άλλη]] για τη διογκωμένη [[ρίζα]] της που έχει την [[ίδια]] [[γεύση]] και το ίδιο [[άρωμα]] και χρησιμοποιείται [[κατά]] τον [[ίδιον]] τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. ή λ. που προέρχεται από το προελληνικό γλωσσικό [[υπόστρωμα]] (<b>πρβλ.</b> [[κύμινον]], [[ῥητίνη]]). Ο τ. μαρτυρείται ήδη από τη Μυκηναϊκή (<b>πρβλ.</b> μυκην. <i>serino</i>). Από τη λ. [[σέλινον]] παράγεται το [[τοπωνύμιο]] [[Σελινοῦς]] με κατάλ. -<i>οῦς</i> / -<i>οῦσσα</i>, συνηρημένη [[μορφή]] της κατάλ. -<i>όεις</i>, -<i>όεσσα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>Οἰνοῦς</i>)].
}}
{{trml
|trtx====[[celery]]===
Abkhaz: асона; Afrikaans: seldery; Albanian: selino; Arabic: كَرَفْس‎; Egyptian Arabic: كرفس‎; Hijazi Arabic: كرَفس‎; Moroccan Arabic: كرافس‎; Armenian: նեխուր, կարոս; Azerbaijani: kərəviz; Belarusian: салера, сельдэрэй; Bulgarian: целина, керевиз; Catalan: api; Chinese Cantonese: 西芹, 芹菜; Mandarin: 芹菜; Cree: kaspipakwa; Czech: celer; Danish: selleri; Dutch: [[selderij]], [[selderie]], [[selder]]; Esperanto: celerio; Estonian: seller; Faroese: sellarí; Finnish: selleri; French: [[céleri]]; Galician: apio; Georgian: ნიახური; German: [[Sellerie]]; Greek: [[σέλινο]]; Ancient Greek: [[σέλινον]]; Mycenaean: 𐀮𐀪𐀜; Greenlandic: selleri; Hawaiian: kelaki, kalelē; Hebrew: כַּרְפַּס‎, סֶלֶרִי‎; Hindi: अजमोद; Hungarian: zeller, szárzeller; Icelandic: sellerí; Ido: celerio; Indonesian: seledri; Interlingua: seleri; Irish: soilire; Italian: [[sedano]]; Japanese: セロリ; Kazakh: балдыркөк; Korean: 셀러리, 샐러리; Kurdish Northern Kurdish: kerefs; Kyrgyz: сельдерей; Lao: ຜັນເຊເລຣີ; Latin: [[apium]]; Latvian: selerija; Lithuanian: salieras; Low German: Selleree; Macedonian: целер; Malay: saderi, seladeri, daun sup; Malayalam: അയമോദകം; Maltese: karfus; Maori: tūtaekōau, harere, herewī; Mingrelian: სონა; Mongolian: селөдерей, майлз; Navajo: hazaʼaleehtsoh; Neapolitan: accio; Norman: céléri; Norwegian: selleri; Occitan: api; Ossetian: маламар; Persian: کرفس‎; Polish: seler, seler naciowy; Portuguese: [[aipo]]; Romanian: țelină; Romansch: sellerin; Russian: [[сельдерей]]; Sardinian: àppiu, àpiu; Scottish Gaelic: soilire; Serbo-Croatian Cyrillic: целер; Roman: celer; Sicilian: accia; Slovak: zeler; Slovene: zelena; Sorbian Lower Sorbian: měrik, selerij; Spanish: [[apio]]; Swedish: selleri; Tagalog: kintsay, apyo; Tajik: карафс; Tatar: сельдерей; Thai: เซเลรี่; Tocharian B: ajamot; Turkish: kereviz; Turkmen: seldereý; Ukrainian: селера, салера; Uyghur: چىڭسەي‎; Uzbek: selderey; Vietnamese: cần tây; Volapük: sälärid; Walloon: celeri; Yiddish: סעלעריע‎
}}
}}

Latest revision as of 21:48, 19 October 2022

Greek Monolingual

σέλινο, το / σέλινον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σέλιννον Α
κοινή, σήμερα, ονομασία δύο ποικιλιών του φυτού Αpium graveolens του γένους Άπιο της οικογένειας απιίδες ή σκιαδοφόρα, οι οποίες καλλιεργούνται η μία για τα εδώδιμα φύλλα της που τρώγονται ως λαχανικό ή χρησιμοποιούνται ως καρύκευμα και η άλλη για τη διογκωμένη ρίζα της που έχει την ίδια γεύση και το ίδιο άρωμα και χρησιμοποιείται κατά τον ίδιον τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. ή λ. που προέρχεται από το προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα (πρβλ. κύμινον, ῥητίνη). Ο τ. μαρτυρείται ήδη από τη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. serino). Από τη λ. σέλινον παράγεται το τοπωνύμιο Σελινοῦς με κατάλ. -οῦς / -οῦσσα, συνηρημένη μορφή της κατάλ. -όεις, -όεσσα (πρβλ. Οἰνοῦς)].

Translations

celery

Abkhaz: асона; Afrikaans: seldery; Albanian: selino; Arabic: كَرَفْس‎; Egyptian Arabic: كرفس‎; Hijazi Arabic: كرَفس‎; Moroccan Arabic: كرافس‎; Armenian: նեխուր, կարոս; Azerbaijani: kərəviz; Belarusian: салера, сельдэрэй; Bulgarian: целина, керевиз; Catalan: api; Chinese Cantonese: 西芹, 芹菜; Mandarin: 芹菜; Cree: kaspipakwa; Czech: celer; Danish: selleri; Dutch: selderij, selderie, selder; Esperanto: celerio; Estonian: seller; Faroese: sellarí; Finnish: selleri; French: céleri; Galician: apio; Georgian: ნიახური; German: Sellerie; Greek: σέλινο; Ancient Greek: σέλινον; Mycenaean: 𐀮𐀪𐀜; Greenlandic: selleri; Hawaiian: kelaki, kalelē; Hebrew: כַּרְפַּס‎, סֶלֶרִי‎; Hindi: अजमोद; Hungarian: zeller, szárzeller; Icelandic: sellerí; Ido: celerio; Indonesian: seledri; Interlingua: seleri; Irish: soilire; Italian: sedano; Japanese: セロリ; Kazakh: балдыркөк; Korean: 셀러리, 샐러리; Kurdish Northern Kurdish: kerefs; Kyrgyz: сельдерей; Lao: ຜັນເຊເລຣີ; Latin: apium; Latvian: selerija; Lithuanian: salieras; Low German: Selleree; Macedonian: целер; Malay: saderi, seladeri, daun sup; Malayalam: അയമോദകം; Maltese: karfus; Maori: tūtaekōau, harere, herewī; Mingrelian: სონა; Mongolian: селөдерей, майлз; Navajo: hazaʼaleehtsoh; Neapolitan: accio; Norman: céléri; Norwegian: selleri; Occitan: api; Ossetian: маламар; Persian: کرفس‎; Polish: seler, seler naciowy; Portuguese: aipo; Romanian: țelină; Romansch: sellerin; Russian: сельдерей; Sardinian: àppiu, àpiu; Scottish Gaelic: soilire; Serbo-Croatian Cyrillic: целер; Roman: celer; Sicilian: accia; Slovak: zeler; Slovene: zelena; Sorbian Lower Sorbian: měrik, selerij; Spanish: apio; Swedish: selleri; Tagalog: kintsay, apyo; Tajik: карафс; Tatar: сельдерей; Thai: เซเลรี่; Tocharian B: ajamot; Turkish: kereviz; Turkmen: seldereý; Ukrainian: селера, салера; Uyghur: چىڭسەي‎; Uzbek: selderey; Vietnamese: cần tây; Volapük: sälärid; Walloon: celeri; Yiddish: סעלעריע‎