σιφωνολογία: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt

Menander, Monostichoi, 510
(37)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sifonologia
|Transliteration C=sifonologia
|Beta Code=sifwnologi/a
|Beta Code=sifwnologi/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">weeding of</b> σιφώνιον 11, in pl., <span class="bibl"><span class="title">Sammelb.</span>7373.22</span> (i A.D.), <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>538.16</span> (i/ii A.D.), <span class="bibl">918.16</span> (ii A.D.).</span>
|Definition=ἡ, [[weeding of]] [[σιφώνιον]] ΙΙ, in plural, ''Sammelb.''7373.22 (i A.D.), ''BGU''538.16 (i/ii A.D.), 918.16 (ii A.D.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και σε πάπ. σιφονολογία, ἡ, Α<br />[[εκρίζωση]], [[αφαίρεση]] από τον αγρό τών σιφωνίων, βολβόριζων ζιζανίων («ἐπιτελέσω τὰ κατ' [[ἔτος]] γεωργικὰ ἔργα [[πάντα]], χωματισμοὺς ποτισμοὺς... σιφωνολογίαν καὶ [[τἆλλα]]», πάπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σιφώνιον]] <span style="color: red;">+</span> -[[λογία]]].
|mltxt=και σε πάπ. σιφονολογία, ἡ, Α<br />[[εκρίζωση]], [[αφαίρεση]] από τον αγρό τών σιφωνίων, βολβόριζων ζιζανίων («ἐπιτελέσω τὰ κατ' [[ἔτος]] γεωργικὰ ἔργα [[πάντα]], χωματισμοὺς ποτισμοὺς... σιφωνολογίαν καὶ [[τἆλλα]]», πάπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σιφώνιον]] <span style="color: red;">+</span> -[[λογία]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑφωνολογία Medium diacritics: σιφωνολογία Low diacritics: σιφωνολογία Capitals: ΣΙΦΩΝΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: siphōnología Transliteration B: siphōnologia Transliteration C: sifonologia Beta Code: sifwnologi/a

English (LSJ)

ἡ, weeding of σιφώνιον ΙΙ, in plural, Sammelb.7373.22 (i A.D.), BGU538.16 (i/ii A.D.), 918.16 (ii A.D.).

Greek Monolingual

και σε πάπ. σιφονολογία, ἡ, Α
εκρίζωση, αφαίρεση από τον αγρό τών σιφωνίων, βολβόριζων ζιζανίων («ἐπιτελέσω τὰ κατ' ἔτος γεωργικὰ ἔργα πάντα, χωματισμοὺς ποτισμοὺς... σιφωνολογίαν καὶ τἆλλα», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιφώνιον + -λογία].