σκιόφως: Difference between revisions

From LSJ

Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid

Menander, Monostichoi, 58
(37)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skiofos
|Transliteration C=skiofos
|Beta Code=skio/fws
|Beta Code=skio/fws
|Definition=ωτος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">twilight</b>, formed like [[λυκόφως]], <span class="bibl">Hld.5.27</span>.</span>
|Definition=ωτος, τό, [[twilight]], formed like [[λυκόφως]], Hld.5.27.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκιόφως''': -ωτος, τό, τὸ [[μετὰ]] τὴν δύσιν ὀλίγον φῶς, ὡς τὸ [[λυκόφως]], Ἡλιόδ. 5. 27, Ἐκκλ.
|lstext='''σκιόφως''': -ωτος, τό, τὸ μετὰ τὴν δύσιν ὀλίγον φῶς, ὡς τὸ [[λυκόφως]], Ἡλιόδ. 5. 27, Ἐκκλ.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ωτος, το, ΝΑ<br />[[λυκόφως]] («τὸ [[μεταίχμιο]] ἡμέρας καὶ νυκτὸς [[σκιόφως]] ἀπετέλεσεν», Ηλιόδ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ημίφως]]<br /><b>2.</b> αμυδρό φως το οποίο παράγεται από ακτίνες που διέρχονται [[μέσα]] από αδιαφανή σώματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκιά]] <span style="color: red;">+</span> <i>φως</i>].
|mltxt=-ωτος, το, ΝΑ<br />[[λυκόφως]] («τὸ [[μεταίχμιο]] ἡμέρας καὶ νυκτὸς [[σκιόφως]] ἀπετέλεσεν», Ηλιόδ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ημίφως]]<br /><b>2.</b> αμυδρό φως το οποίο παράγεται από ακτίνες που διέρχονται [[μέσα]] από αδιαφανή σώματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκιά]] <span style="color: red;">+</span> <i>φως</i>].
}}
}}

Latest revision as of 13:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐόφως Medium diacritics: σκιόφως Low diacritics: σκιόφως Capitals: ΣΚΙΟΦΩΣ
Transliteration A: skióphōs Transliteration B: skiophōs Transliteration C: skiofos Beta Code: skio/fws

English (LSJ)

ωτος, τό, twilight, formed like λυκόφως, Hld.5.27.

German (Pape)

[Seite 899] ωτος, τό, Dämmerlicht, bes. Abenddämmerung, Heliod. 5, 27 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σκιόφως: -ωτος, τό, τὸ μετὰ τὴν δύσιν ὀλίγον φῶς, ὡς τὸ λυκόφως, Ἡλιόδ. 5. 27, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-ωτος, το, ΝΑ
λυκόφως («τὸ μεταίχμιο ἡμέρας καὶ νυκτὸς σκιόφως ἀπετέλεσεν», Ηλιόδ.)
νεοελλ.
1. ημίφως
2. αμυδρό φως το οποίο παράγεται από ακτίνες που διέρχονται μέσα από αδιαφανή σώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + φως].