σκύλλα: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(37)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, Ν<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] σαρκοφάγων θαλάσσιων καρκινοειδών της υφομοταξίας μαλακόστρακα, [[τυπικός]] [[εκπρόσωπος]] της τάξης [[στοματόποδα]], η οποία περιλαμβάνει περισσότερα από 250 είδη, με κύριο χαρακτηριστικό το πολύ ανεπτυγμένο δεύτερο [[ζεύγος]] ποδιών, που μοιάζουν με τα μεγάλα πρόσθια συλληπτήρια πόδια του εντόμου [[μάντης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται με την [[οικογένεια]] του [[σκύλαξ]] (<b>πρβλ.</b> και [[σκύλιον]])].
|mltxt=η, Ν<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] σαρκοφάγων θαλάσσιων καρκινοειδών της υφομοταξίας μαλακόστρακα, [[τυπικός]] [[εκπρόσωπος]] της τάξης [[στοματόποδα]], η οποία περιλαμβάνει περισσότερα από 250 είδη, με κύριο χαρακτηριστικό το πολύ ανεπτυγμένο δεύτερο [[ζεύγος]] ποδιών, που μοιάζουν με τα μεγάλα πρόσθια συλληπτήρια πόδια του εντόμου [[μάντης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται με την [[οικογένεια]] του [[σκύλαξ]] (<b>πρβλ.</b> και [[σκύλιον]])].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=μυθικό [[τέρας]], πού γαύγιζε σάν σκυλί). Ἀπό τό [[σκύλλω]] (=[[σπαράζω]]), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 12:20, 29 November 2022

Greek Monolingual

η, Ν
ζωολ. γένος σαρκοφάγων θαλάσσιων καρκινοειδών της υφομοταξίας μαλακόστρακα, τυπικός εκπρόσωπος της τάξης στοματόποδα, η οποία περιλαμβάνει περισσότερα από 250 είδη, με κύριο χαρακτηριστικό το πολύ ανεπτυγμένο δεύτερο ζεύγος ποδιών, που μοιάζουν με τα μεγάλα πρόσθια συλληπτήρια πόδια του εντόμου μάντης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με την οικογένεια του σκύλαξ (πρβλ. και σκύλιον)].

Mantoulidis Etymological

(=μυθικό τέρας, πού γαύγιζε σάν σκυλί). Ἀπό τό σκύλλω (=σπαράζω), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.