σμογερόν: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
(38) |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=smogeron | |Transliteration C=smogeron | ||
|Beta Code=smogero/n | |Beta Code=smogero/n | ||
|Definition= | |Definition=[[σκληρόν]], [[ἐπίβουλον]], [[μοχθηρόν]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] σμοιός, ά, όν, Hdn.Gr.1.109; σμοιῷ προσώπῳ Anon. (fort. [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''639, ubi [[στυγνῷ]]) ap.[[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; and σμοῖος, α, ον, Theognost.''Can.''49, = [[σκυθρωπός]]; as pr.n., Ar.''Ec.''846; also [[μοῖος]] and σμυός, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] σμοκορδοῦν· <b class="b3">τὸ σχηματίζεσθαι τὰς γυναῖκας</b>, Id. σμοκόρδους· <b class="b3">τοὺς τὰς ὀφρῦς ἐγκοίλους ἔχοντας</b>, Id. σμορδοῦν· [[συνουσιάζειν]], Id. σμόρδωνες, = [[πόσθωνες]], Id. σμόω, = [[σμώγω]], ''EM''721.22, ''An.Ox.''2.407. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 22:09, 29 October 2024
English (LSJ)
σκληρόν, ἐπίβουλον, μοχθηρόν, Hsch. σμοιός, ά, όν, Hdn.Gr.1.109; σμοιῷ προσώπῳ Anon. (fort. A.Ag.639, ubi στυγνῷ) ap.Hsch.; and σμοῖος, α, ον, Theognost.Can.49, = σκυθρωπός; as pr.n., Ar.Ec.846; also μοῖος and σμυός, Hsch. σμοκορδοῦν· τὸ σχηματίζεσθαι τὰς γυναῖκας, Id. σμοκόρδους· τοὺς τὰς ὀφρῦς ἐγκοίλους ἔχοντας, Id. σμορδοῦν· συνουσιάζειν, Id. σμόρδωνες, = πόσθωνες, Id. σμόω, = σμώγω, EM721.22, An.Ox.2.407.
Greek (Liddell-Scott)
σμογερόν: «σκληρόν. ἐπίβουλον. μοχθηρὸν» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «σκληρόν, ἐπίβουλον, μοχθηρόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σμυγερός.