σπρώξιμο: Difference between revisions

From LSJ

κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώςpeople are always ready to blame the rulers, people are against authority, people were fond of anything by which they could call authority in question

Source
(38)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[σπρώχνω]], ώθηση, [[σπρωξιά]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[παρακίνηση]], [[προτροπή]]<br />β) (για άνδρα) η [[συνουσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σπρωξ</i>- του αορ. <i>έσπρωξα</i> του [[σπρώχνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμο</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τρέξ</i>-<i>ιμο</i>)].
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[σπρώχνω]], ώθηση, [[σπρωξιά]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[παρακίνηση]], [[προτροπή]]<br />β) (για άνδρα) η [[συνουσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σπρωξ</i>- του αορ. <i>έσπρωξα</i> του [[σπρώχνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμο</i> ([[πρβλ]]. [[τρέξιμο]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:30, 11 May 2023

Greek Monolingual

το, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σπρώχνω, ώθηση, σπρωξιά
2. μτφ. α) παρακίνηση, προτροπή
β) (για άνδρα) η συνουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπρωξ- του αορ. έσπρωξα του σπρώχνω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. τρέξιμο)].