στρίποδο: Difference between revisions
From LSJ
Λῦπαι γὰρ ἀνθρώποισι τίκτουσιν νόσους → Tristitia morbos parturit mortalibus → Krankheit gebären Menschen Kümmernis und Leid
(38) |
m (Text replacement - "<b>ιδίως" to "<b>ιδίως") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> [[τρίποδο]] φορητό [[ικρίωμα]] με ακίνητα τα δύο πρόσθια σκέλη του και κινητό το τρίτο οπίσθιο [[σκέλος]], το οποίο χρησιμοποιείται για [[τοποθέτηση]] πίνακα ή εικόνας [[επάνω]] του<br /><b>2.</b> [[φορητός]] [[ελαφρύς]] [[τρίποδας]] με [[τρία]] σκέλη ο [[οποίος]] χρησιμοποιείται [[κυρίως]] από τους ζωγράφους και τους φωτογράφους<br /><b>3.</b> (<b> | |mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> [[τρίποδο]] φορητό [[ικρίωμα]] με ακίνητα τα δύο πρόσθια σκέλη του και κινητό το τρίτο οπίσθιο [[σκέλος]], το οποίο χρησιμοποιείται για [[τοποθέτηση]] πίνακα ή εικόνας [[επάνω]] του<br /><b>2.</b> [[φορητός]] [[ελαφρύς]] [[τρίποδας]] με [[τρία]] σκέλη ο [[οποίος]] χρησιμοποιείται [[κυρίως]] από τους ζωγράφους και τους φωτογράφους<br /><b>3.</b> (<b>ιδίως στον πληθ.</b>) <i>τα στρίποδα</i><br />α) τα δύο ξύλινα ή σιδερένια [[τετράποδα]] στηρίγματα [[πάνω]] στα οποία τοποθετούνται εγκάρσια σανίδες προκειμένου να κατασκευαστεί [[έτσι]] ένα [[πρόχειρο]] [[κρεβάτι]]<br />β) ανάλογο [[στήριγμα]] πάγκου εργασίας<br />γ) <b>συνεκδ.</b> [[κρεβάτι]] που κατασκευάζεται με αυτόν τον τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρίποδο]], με προθετικό <i>σ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[βώλος]]: [[σβώλος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:55, 8 March 2023
Greek Monolingual
το, Ν
1. τρίποδο φορητό ικρίωμα με ακίνητα τα δύο πρόσθια σκέλη του και κινητό το τρίτο οπίσθιο σκέλος, το οποίο χρησιμοποιείται για τοποθέτηση πίνακα ή εικόνας επάνω του
2. φορητός ελαφρύς τρίποδας με τρία σκέλη ο οποίος χρησιμοποιείται κυρίως από τους ζωγράφους και τους φωτογράφους
3. (ιδίως στον πληθ.) τα στρίποδα
α) τα δύο ξύλινα ή σιδερένια τετράποδα στηρίγματα πάνω στα οποία τοποθετούνται εγκάρσια σανίδες προκειμένου να κατασκευαστεί έτσι ένα πρόχειρο κρεβάτι
β) ανάλογο στήριγμα πάγκου εργασίας
γ) συνεκδ. κρεβάτι που κατασκευάζεται με αυτόν τον τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίποδο, με προθετικό σ- (πρβλ. βώλος: σβώλος)].