σύθεμα: Difference between revisions

From LSJ

Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλοςχρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.

Source
(39)
 
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
(No difference)

Latest revision as of 20:15, 27 September 2022

Greek Monolingual

το, Ν
(στον Ερωτόκρ.) σύνθεση («το σύθεμα του τραγουδιού», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός τ. αντί σύνθεμα (< συνθέτω)].