συκοφάγος: Difference between revisions
From LSJ
(39) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sykofagos | |Transliteration C=sykofagos | ||
|Beta Code=sukofa/gos | |Beta Code=sukofa/gos | ||
|Definition=[ | |Definition=[ᾰ], ον, = [[συκοτράγος]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[κραδοφάγος]], Sch. Pl. ''Alc.''1.118e. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο / [[συκοφάγος]], -ον, ΝΑ, και συκοφάος Ν<br />αυτός που του αρέσει να τρώει σύκα, [[συκοφαγάς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του είδους στρουθιομορφου πτηνού Oriolus oriolus της οικογένειας οριολίδες, αλλ. [[συκολέβι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῦκον]] <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]]]. | |mltxt=ο / [[συκοφάγος]], -ον, ΝΑ, και συκοφάος Ν<br />αυτός που του αρέσει να τρώει σύκα, [[συκοφαγάς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του είδους στρουθιομορφου πτηνού Oriolus oriolus της οικογένειας οριολίδες, αλλ. [[συκολέβι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῦκον]] <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:17, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾰ], ον, = συκοτράγος, Hsch. s.v. κραδοφάγος, Sch. Pl. Alc.1.118e.
Greek Monolingual
ο / συκοφάγος, -ον, ΝΑ, και συκοφάος Ν
αυτός που του αρέσει να τρώει σύκα, συκοφαγάς
νεοελλ.
ζωολ. κοινή ονομασία του είδους στρουθιομορφου πτηνού Oriolus oriolus της οικογένειας οριολίδες, αλλ. συκολέβι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + -φάγος].