συνερτικός: Difference between revisions

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
(39)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synertikos
|Transliteration C=synertikos
|Beta Code=sunertiko/s
|Beta Code=sunertiko/s
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[συνερκτικός]].</span>
|Definition=v. [[συνερκτικός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[συνερκτικός]], -ή, -όν, Α [[συνείρω]]<br />(για ρήτορα) αυτός που συνδέει με [[δεξιοτεχνία]] τον λόγο του και κατατροπώνει τον αντίπαλό του.
|mltxt=και [[συνερκτικός]], -ή, -όν, Α [[συνείρω]]<br />(για ρήτορα) αυτός που συνδέει με [[δεξιοτεχνία]] τον λόγο του και κατατροπώνει τον αντίπαλό του.
}}
{{elru
|elrutext='''συνερτικός:''' [[безостановочный]], [[неумолкающий]] (Arph. - [[varia lectio|v.l.]] [[συνερκτικός]]).
}}
{{elnl
|elnltext=συνερτικός -ή -όν [συνείρω] goed in het aaneenrijgen (van woorden of argumenten).
}}
}}

Latest revision as of 09:52, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνερτικός Medium diacritics: συνερτικός Low diacritics: συνερτικός Capitals: ΣΥΝΕΡΤΙΚΟΣ
Transliteration A: synertikós Transliteration B: synertikos Transliteration C: synertikos Beta Code: sunertiko/s

English (LSJ)

v. συνερκτικός.

Greek Monolingual

και συνερκτικός, -ή, -όν, Α συνείρω
(για ρήτορα) αυτός που συνδέει με δεξιοτεχνία τον λόγο του και κατατροπώνει τον αντίπαλό του.

Russian (Dvoretsky)

συνερτικός: безостановочный, неумолкающий (Arph. - v.l. συνερκτικός).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνερτικός -ή -όν [συνείρω] goed in het aaneenrijgen (van woorden of argumenten).