τομάρι: Difference between revisions
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
(41) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / [[τομάριον]], ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ειρων.</b> το ανθρώπινο [[σώμα]] («μόνο για το [[τομάρι]] του νοιάζεται»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[παλιάνθρωπος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «πουλάω ακριβά το [[τομάρι]] μου» — υπερασπίζομαι σθεναρά τη ζωή μου<br />β) «φυλάει το [[τομάρι]] του»<br />(με κακή σημ.) προσέχει πολύ τον εαυτό του, δεν εκθέτει σε κίνδυνο τη ζωή του<br />γ) «τον τρώει το [[τομάρι]] του» — [[πρέπει]] να φάει [[ξύλο]]<br />δ) «του άργασαν το [[τομάρι]]» — τον έδειραν πολύ<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[δέρμα]], [[πετσί]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[μικρός]] [[τόμος]], μικρό [[βιβλίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άριον</i> ( | |mltxt=το / [[τομάριον]], ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ειρων.</b> το ανθρώπινο [[σώμα]] («μόνο για το [[τομάρι]] του νοιάζεται»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[παλιάνθρωπος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «πουλάω ακριβά το [[τομάρι]] μου» — υπερασπίζομαι σθεναρά τη ζωή μου<br />β) «φυλάει το [[τομάρι]] του»<br />(με κακή σημ.) προσέχει πολύ τον εαυτό του, δεν εκθέτει σε κίνδυνο τη ζωή του<br />γ) «τον τρώει το [[τομάρι]] του» — [[πρέπει]] να φάει [[ξύλο]]<br />δ) «του άργασαν το [[τομάρι]]» — τον έδειραν πολύ<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[δέρμα]], [[πετσί]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[μικρός]] [[τόμος]], μικρό [[βιβλίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άριον</i> ([[πρβλ]]. [[βιβλιάριον]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:33, 11 May 2023
Greek Monolingual
το / τομάριον, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. ειρων. το ανθρώπινο σώμα («μόνο για το τομάρι του νοιάζεται»)
2. μτφ. (για πρόσ.) παλιάνθρωπος
3. φρ. α) «πουλάω ακριβά το τομάρι μου» — υπερασπίζομαι σθεναρά τη ζωή μου
β) «φυλάει το τομάρι του»
(με κακή σημ.) προσέχει πολύ τον εαυτό του, δεν εκθέτει σε κίνδυνο τη ζωή του
γ) «τον τρώει το τομάρι του» — πρέπει να φάει ξύλο
δ) «του άργασαν το τομάρι» — τον έδειραν πολύ
νεοελλ.-μσν.
δέρμα, πετσί
μσν.-αρχ.
μικρός τόμος, μικρό βιβλίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόμος + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. βιβλιάριον)].