χερσαίος: Difference between revisions

From LSJ

τῇ γαστρὶ μετροῦντες καὶ τοῖς αἰσχίστοις τὴν εὐδαιμονίαν → measuring happiness by appetite and base desires

Source
(46)
 
m (Text replacement - "αῑα" to "αῖα")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / χερσαῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. -ος Α<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ξηρά]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον θαλάσσιο και τον εναέριο ή τον ιπτάμενο (α. «χερσαίες και ναυτικές δυνάμεις» β. «τὰ χερσαῑα καὶ τὰ θαλάσσια καὶ τὰ πετεινά», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «χερσαίο [[κλίμα]]»<br /><b>(μετεωρ.)</b> το ηπειρωτικό [[κλίμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ζει ή βρίσκεται στη [[στεριά]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον λιμναίο και ποταμήσιο (α. «ἔτρεφον ὄρνιθας χερσαίους καὶ λιμναίους», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «[[ποτάμιον]]... ὑπάρχον καὶ χερσαῑον», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) αυτός που ταξιδεύει διά ξηράς, [[οδοιπόρος]]<br />β) αυτός που ζει και εργάζεται στη [[στεριά]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον ναύτη, [[στεριανός]]<br /><b>3.</b> (για [[πόλη]]) [[μεσόγειος]], αυτός που βρίσκεται στην [[ενδοχώρα]] («ἐπιθαλαττίδιος ἔσται... ἤ χερσαία», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ χερσαία</i>- (ενν. [[θήρα]]) το [[κυνήγι]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[ψάρεμα]]<br /><b>5.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ χερσαῑος</i><br />η [[χερσόνησος]]<br /><b>6.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>χερσαῑα</i><br />διά ξηράς<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «ὁδὸς χερσαία» — [[ταξίδι]] διά ξηράς, [[οδοιπορία]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[ταξίδι]] διά θαλάσσης (<b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χέρσος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i>].
|mltxt=-α, -ο / χερσαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. -ος Α<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ξηρά]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον θαλάσσιο και τον εναέριο ή τον ιπτάμενο (α. «χερσαίες και ναυτικές δυνάμεις» β. «τὰ χερσαῖα καὶ τὰ θαλάσσια καὶ τὰ πετεινά», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «χερσαίο [[κλίμα]]»<br /><b>(μετεωρ.)</b> το ηπειρωτικό [[κλίμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ζει ή βρίσκεται στη [[στεριά]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον λιμναίο και ποταμήσιο (α. «ἔτρεφον ὄρνιθας χερσαίους καὶ λιμναίους», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «[[ποτάμιον]]... ὑπάρχον καὶ χερσαῖον», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) αυτός που ταξιδεύει διά ξηράς, [[οδοιπόρος]]<br />β) αυτός που ζει και εργάζεται στη [[στεριά]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον ναύτη, [[στεριανός]]<br /><b>3.</b> (για [[πόλη]]) [[μεσόγειος]], αυτός που βρίσκεται στην [[ενδοχώρα]] («ἐπιθαλαττίδιος ἔσται... ἤ χερσαία», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ χερσαία</i>- (ενν. [[θήρα]]) το [[κυνήγι]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[ψάρεμα]]<br /><b>5.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ χερσαῖος</i><br />η [[χερσόνησος]]<br /><b>6.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>χερσαῖα</i><br />διά ξηράς<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «ὁδὸς χερσαία» — [[ταξίδι]] διά ξηράς, [[οδοιπορία]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[ταξίδι]] διά θαλάσσης (<b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χέρσος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 14:10, 28 March 2021

Greek Monolingual

-α, -ο / χερσαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. -ος Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξηρά, σε αντιδιαστολή προς τον θαλάσσιο και τον εναέριο ή τον ιπτάμενο (α. «χερσαίες και ναυτικές δυνάμεις» β. «τὰ χερσαῖα καὶ τὰ θαλάσσια καὶ τὰ πετεινά», Ηρόδ.)
νεοελλ.
φρ. «χερσαίο κλίμα»
(μετεωρ.) το ηπειρωτικό κλίμα
αρχ.
1. αυτός που ζει ή βρίσκεται στη στεριά, σε αντιδιαστολή προς τον λιμναίο και ποταμήσιο (α. «ἔτρεφον ὄρνιθας χερσαίους καὶ λιμναίους», Ηρόδ.
β. «ποτάμιον... ὑπάρχον καὶ χερσαῖον», Διόδ.)
2. (για πρόσ.) α) αυτός που ταξιδεύει διά ξηράς, οδοιπόρος
β) αυτός που ζει και εργάζεται στη στεριά, σε αντιδιαστολή προς τον ναύτη, στεριανός
3. (για πόλη) μεσόγειος, αυτός που βρίσκεται στην ενδοχώρα («ἐπιθαλαττίδιος ἔσται... ἤ χερσαία», Πλάτ.)
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ χερσαία- (ενν. θήρα) το κυνήγι, σε αντιδιαστολή προς το ψάρεμα
5. το θηλ. ως ουσ. ἡ χερσαῖος
η χερσόνησος
6. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) χερσαῖα
διά ξηράς
7. φρ. «ὁδὸς χερσαία» — ταξίδι διά ξηράς, οδοιπορία, σε αντιδιαστολή προς το ταξίδι διά θαλάσσης (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + κατάλ. -αῖος].