Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χαρία: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch

Menander, Monostichoi, 430
(46)
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=charia
|Transliteration C=charia
|Beta Code=xari/a
|Beta Code=xari/a
|Definition=<b class="b3">βουνός</b>, Hsch.; also χάρεια in Hdn.Gr.<span class="bibl">2.603</span>, Suid.
|Definition=[[βουνός]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; also [[χάρεια]] in Hdn.Gr.2.603, Suid.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και χάρεια Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[βουνός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. ανάγεται σε μία ΙΕ [[ρίζα]] <i>gher</i>- «[[προεξέχω]], [[διαπρέπω]]» και συνδέεται με τους τ. [[χοιράς]] «[[μικρός]] [[βράχος]] που προεξέχει από την [[επιφάνεια]] της θάλασσας, [[σκόπελος]]» και [[χάρμη]] με σημ. «[[αιχμή]] του δόρατος, [[επιδορατίδα]]»].
|mltxt=[[χαρία]] και [[χάρεια]] Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[βουνός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. ανάγεται σε μία ΙΕ [[ρίζα]] <i>gher</i>- «[[προεξέχω]], [[διαπρέπω]]» και συνδέεται με τους τ. [[χοιράς]] «[[μικρός]] [[βράχος]] που προεξέχει από την [[επιφάνεια]] της θάλασσας, [[σκόπελος]]» και [[χάρμη]] με σημ. «[[αιχμή]] του δόρατος, [[επιδορατίδα]]»].
}}
}}

Latest revision as of 11:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαρία Medium diacritics: χαρία Low diacritics: χαρία Capitals: ΧΑΡΙΑ
Transliteration A: charía Transliteration B: charia Transliteration C: charia Beta Code: xari/a

English (LSJ)

βουνός, Hsch.; also χάρεια in Hdn.Gr.2.603, Suid.

Greek Monolingual

χαρία και χάρεια Α
(κατά τον Ησύχ.) «βουνός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. ανάγεται σε μία ΙΕ ρίζα gher- «προεξέχω, διαπρέπω» και συνδέεται με τους τ. χοιράς «μικρός βράχος που προεξέχει από την επιφάνεια της θάλασσας, σκόπελος» και χάρμη με σημ. «αιχμή του δόρατος, επιδορατίδα»].