συνομολογώ: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
(40)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=συνομολογῶ, -έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνομολογώ Α [[ὁμολογῶ]]<br />[[έρχομαι]] σε [[συνεννόηση]] με κάποιον, [[συνάπτω]] [[συμφωνία]], [[συνάπτω]] [[συνθήκη]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για συνομιλητές) [[αναγνωρίζω]], [[παραδέχομαι]] και εγώ [[κάτι]] («περὶ δικαιοσύνης πάντες πως ξυνομολογοῡμεν [[πάντα]] [[εἶναι]] ταῡτα καλά», Μηναί.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμφωνώ]] με κάποιον<br /><b>2.</b> [[υπόσχομαι]] («συνωμολόγησας δασμὸν οἴσειν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>συνομολογοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i>- συσχετίζομαι.
|mltxt=συνομολογῶ, -έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνομολογώ Α [[ὁμολογῶ]]<br />[[έρχομαι]] σε [[συνεννόηση]] με κάποιον, [[συνάπτω]] [[συμφωνία]], [[συνάπτω]] [[συνθήκη]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για συνομιλητές) [[αναγνωρίζω]], [[παραδέχομαι]] και εγώ [[κάτι]] («περὶ δικαιοσύνης πάντες πως ξυνομολογοῦμεν [[πάντα]] [[εἶναι]] ταῦτα καλά», Μηναί.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμφωνώ]] με κάποιον<br /><b>2.</b> [[υπόσχομαι]] («συνωμολόγησας δασμὸν οἴσειν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>συνομολογοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i>- συσχετίζομαι.
}}
}}

Latest revision as of 20:35, 13 June 2022

Greek Monolingual

συνομολογῶ, -έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνομολογώ Α ὁμολογῶ
έρχομαι σε συνεννόηση με κάποιον, συνάπτω συμφωνία, συνάπτω συνθήκη
μσν.-αρχ.
(για συνομιλητές) αναγνωρίζω, παραδέχομαι και εγώ κάτι («περὶ δικαιοσύνης πάντες πως ξυνομολογοῦμεν πάντα εἶναι ταῦτα καλά», Μηναί.)
αρχ.
1. συμφωνώ με κάποιον
2. υπόσχομαι («συνωμολόγησας δασμὸν οἴσειν», Ξεν.)
3. μέσ. συνομολογοῦμαι, -έομαι- συσχετίζομαι.