φλύζω: Difference between revisions

From LSJ

εὐηθείης ἠλιθίου ἀπηλλαγμένον → free from silly foolishness, many removes from folly

Source
(45)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), " to "$1$2, ")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=flyzo
|Transliteration C=flyzo
|Beta Code=flu/zw
|Beta Code=flu/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[φλύω]].</span>
|Definition=v. [[φλύω]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[φλύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του ρ. [[φλύω]] σχηματισμένος από το θ. <i>φλυ</i>- με λαρυγγική [[παρέκταση]] -<i>γ</i>- και [[επίθημα]] -<i>jω</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[φλύω]])].
|mltxt=Α<br />[[φλύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του ρ. [[φλύω]] σχηματισμένος από το θ. <i>φλυ</i>- με λαρυγγική [[παρέκταση]] -<i>γ</i>- και [[επίθημα]] -<i>jω</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[φλύω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φλύζω:''' βλ. [[φλύω]].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ξεχειλίζω]], [[γεμίζω]] [[μέχρι]] πάνω). Ἀπό ρίζα φλυ- τοῦ [[φλέω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 12:45, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλύζω Medium diacritics: φλύζω Low diacritics: φλύζω Capitals: ΦΛΥΖΩ
Transliteration A: phlýzō Transliteration B: phlyzō Transliteration C: flyzo Beta Code: flu/zw

English (LSJ)

v. φλύω.

German (Pape)

[Seite 1293] seltene Nebenform von φλύω, Nic. Al. 214 μανίης ὕπο μυρία φλύζων.

Greek (Liddell-Scott)

φλύζω: ἐν λέξ. φλύω.

Greek Monolingual

Α
φλύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ρ. φλύω σχηματισμένος από το θ. φλυ- με λαρυγγική παρέκταση -γ- και επίθημα - (βλ. και λ. φλύω)].

Greek Monotonic

φλύζω: βλ. φλύω.

Mantoulidis Etymological

(=ξεχειλίζω, γεμίζω μέχρι πάνω). Ἀπό ρίζα φλυ- τοῦ φλέω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.