φιλοβασιλικός: Difference between revisions
From LSJ
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
(45) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> ο [[θιασώτης]] του βασιλικού θεσμού, [[βασιλόφρονας]] («φιλοβασιλική [[οικογένεια]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται ως [[έκφραση]] αγάπης [[προς]] έναν βασιλιά («φιλοβασιλική [[συγκέντρωση]]»). | |mltxt=-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> ο [[θιασώτης]] του βασιλικού θεσμού, [[βασιλόφρονας]] («φιλοβασιλική [[οικογένεια]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται ως [[έκφραση]] αγάπης [[προς]] έναν βασιλιά («φιλοβασιλική [[συγκέντρωση]]»).<br />-ή, -όν, Α [[φυλοβασιλεύς]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φυλοβασιλέα («φυλοβασιλικὰ χρήματα», <b>επιγρ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:10, 10 January 2019
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
1. ο θιασώτης του βασιλικού θεσμού, βασιλόφρονας («φιλοβασιλική οικογένεια»)
2. αυτός που γίνεται ως έκφραση αγάπης προς έναν βασιλιά («φιλοβασιλική συγκέντρωση»).
-ή, -όν, Α φυλοβασιλεύς
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φυλοβασιλέα («φυλοβασιλικὰ χρήματα», επιγρ.).