σύνθρους: Difference between revisions

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
(40)
 
(1b)
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν και [[σύνθροος]], -ον, Α<br />αυτός που εκπέμπει τον ίδιο ήχο με κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θρους]] / -<i>θροος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>θροῦς</i> «[[θόρυβος]], [[μουρμούρισμα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ἀλλό</i>-[[θρους]], [[κακόθρους]]].
|mltxt=-ουν και [[σύνθροος]], -ον, Α<br />αυτός που εκπέμπει τον ίδιο ήχο με κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θρους]] / -<i>θροος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>θροῦς</i> «[[θόρυβος]], [[μουρμούρισμα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ἀλλό</i>-[[θρους]], [[κακόθρους]]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σύν-θρους, ουν,<br />[[sounding]] [[together]] with, accompanying, c. dat., Anth.
}}
}}

Latest revision as of 01:30, 10 January 2019

Greek Monolingual

-ουν και σύνθροος, -ον, Α
αυτός που εκπέμπει τον ίδιο ήχο με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θρους / -θροος (< θροῦς «θόρυβος, μουρμούρισμα»), πρβλ. ἀλλό-θρους, κακόθρους].

Middle Liddell

σύν-θρους, ουν,
sounding together with, accompanying, c. dat., Anth.