τραχηλισμός: Difference between revisions

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
(41)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trachilismos
|Transliteration C=trachilismos
|Beta Code=traxhlismo/s
|Beta Code=traxhlismo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">seizing by the neck, 'scragging'</b>, a trick in wrestling and ball-play, Plu.2.526e, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Lex.</span>5</span>, <span class="bibl">Gal.<span class="title">Parv.Pil.</span>2</span> (pl.), <span class="bibl">Ath.1.14f</span> (pl.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">wry neck, stiff neck</b>, <span class="bibl">Diocl.Fr.141</span> (pl.).</span>
|Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[seizing by the neck]], '[[scragging]]', a trick in wrestling and ball-play, Plu.2.526e, Luc.''Lex.''5, Gal.''Parv.Pil.''2 (pl.), Ath.1.14f (pl.).<br><span class="bld">2</span> [[wry neck]], [[stiff neck]], Diocl.Fr.141 (pl.).
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[action de renverser qqn le cou en arrière]].<br />'''Étymologie:''' [[τραχηλίζω]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>das [[Umbiegen]], Zurückdrehen des Halses</i>; Plut. <i>cupid.divit</i>. 7 a.E.; Luc. <i>Lexiph</i>. 5.
}}
{{elru
|elrutext='''τρᾰχηλισμός:''' ὁ [[запрокидывание головы]] (противнику), хватание за горло Plut., Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρᾰχηλισμός''': ὁ, τὸ τραχηλίζειν, λαμβάνειν τινὰ ἀπὸ τοῦ τραχήλου, [[τέχνασμα]] παλαιστικόν, Λουκ. Λεξιφ. 5, Πλούτ. 2. 527Ε, Ἀθήν. 14F.
|lstext='''τρᾰχηλισμός''': ὁ, τὸ τραχηλίζειν, λαμβάνειν τινὰ ἀπὸ τοῦ τραχήλου, [[τέχνασμα]] παλαιστικόν, Λουκ. Λεξιφ. 5, Πλούτ. 2. 527Ε, Ἀθήν. 14F.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />action de renverser qqn le cou en arrière.<br />'''Étymologie:''' [[τραχηλίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ [[τραχηλίζω]]<br />(στην [[πάλη]]) [[τέχνασμα]] με το οποίο ο [[παλαιστής]] προσπαθεί να συλλάβει τον αντίπαλό του από τον τράχηλο για να τον καταβάλει άμεσα και [[γρήγορα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> σπασμωδική [[συστολή]] του τραχήλου [[κατά]] τη [[διάρκεια]] επιληπτικού παροξυσμού, που επιφέρει [[δυσχέρεια]] στη φλεβική [[κυκλοφορία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δυσκίνητος]] ή [[άκαμπτος]] [[τράχηλος]].
|mltxt=ο, ΝΑ [[τραχηλίζω]]<br />(στην [[πάλη]]) [[τέχνασμα]] με το οποίο ο [[παλαιστής]] προσπαθεί να συλλάβει τον αντίπαλό του από τον τράχηλο για να τον καταβάλει άμεσα και [[γρήγορα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> σπασμωδική [[συστολή]] του τραχήλου [[κατά]] τη [[διάρκεια]] επιληπτικού παροξυσμού, που επιφέρει [[δυσχέρεια]] στη φλεβική [[κυκλοφορία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δυσκίνητος]] ή [[άκαμπτος]] [[τράχηλος]].
}}
}}

Latest revision as of 13:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰχηλισμός Medium diacritics: τραχηλισμός Low diacritics: τραχηλισμός Capitals: ΤΡΑΧΗΛΙΣΜΟΣ
Transliteration A: trachēlismós Transliteration B: trachēlismos Transliteration C: trachilismos Beta Code: traxhlismo/s

English (LSJ)

ὁ,
A seizing by the neck, 'scragging', a trick in wrestling and ball-play, Plu.2.526e, Luc.Lex.5, Gal.Parv.Pil.2 (pl.), Ath.1.14f (pl.).
2 wry neck, stiff neck, Diocl.Fr.141 (pl.).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de renverser qqn le cou en arrière.
Étymologie: τραχηλίζω.

German (Pape)

ὁ, das Umbiegen, Zurückdrehen des Halses; Plut. cupid.divit. 7 a.E.; Luc. Lexiph. 5.

Russian (Dvoretsky)

τρᾰχηλισμός:запрокидывание головы (противнику), хватание за горло Plut., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰχηλισμός: ὁ, τὸ τραχηλίζειν, λαμβάνειν τινὰ ἀπὸ τοῦ τραχήλου, τέχνασμα παλαιστικόν, Λουκ. Λεξιφ. 5, Πλούτ. 2. 527Ε, Ἀθήν. 14F.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ τραχηλίζω
(στην πάλη) τέχνασμα με το οποίο ο παλαιστής προσπαθεί να συλλάβει τον αντίπαλό του από τον τράχηλο για να τον καταβάλει άμεσα και γρήγορα
νεοελλ.
ιατρ. σπασμωδική συστολή του τραχήλου κατά τη διάρκεια επιληπτικού παροξυσμού, που επιφέρει δυσχέρεια στη φλεβική κυκλοφορία
αρχ.
δυσκίνητος ή άκαμπτος τράχηλος.