ὑπερβόρειος: Difference between revisions
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
(43) |
m (pape replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / ὑπερβόρειος, -ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. | |mltxt=-α, -ο / [[ὑπερβόρειος]], -ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. [[ὑπερβόρεος]], -έη, -ον, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που βρίσκεται στα βορειότερα μέρη της Ευρώπης ή κατάγεται από τα μέρη αυτά («[[ξανθή]] υπερβόρεια [[καλλονή]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ὁ Ὑπερβόρειος</i>·[[προσωνυμία]] του Απόλλωνος<br /><b>2.</b> (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>oἱ Ὑπερβόρε</i>(<i>ι</i>)<i>οι</i><br /><b>μυθ.</b> οι κάτοικοι μιας χώρας παραδείσιας, [[πέρα]] από τον Βορρά, όπου είχε την [[κατοικία]] του και ο [[Βορέας]], οι οποίοι συνδέθηκαν με τη [[λατρεία]] του Απόλλωνος στους Δελφούς και στη Δήλο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[υπερβόρειος]] [[ωκεανός]]» — οι θάλασσες στα βόρεια της Ευρώπης, [[πέρα]] από την Γερμανία και την Σουηδία, στις ακτές τών οποίων κατοικούσαν οι Υπερβόρειοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Οι περισσότεροι μελετητές θεωρούν το όν. του μυθικού [[αυτού]] λαού ως σύνθ. από την [[πρόθεση]] [[ὑπέρ]] και τη λ. [[Βορέας]] και του αποδίδουν τη σημ. «αυτοί που κατοικούν [[πέρα]] από τον βόρειο άνεμο», ενώ άλλοι ερμηνεύουν τη λ. «αυτοί που κατοικούν [[πέρα]] από τα βουνά» (για την πιθανή [[αναγωγή]] της λ. [[Βορέας]] σε μια λ. με σημ. «[[βουνό]]» <b>βλ. λ.</b> [[βορράς]]). Έχει διατυπωθεί, [[τέλος]], και η [[άποψη]] ότι ο τ. [[Ὑπερβόρεοι]] [[είναι]] τ. της μακεδονικής διαλέκτου, ο [[οποίος]] συνδέεται (με [[τροπή]] του -<i>φ</i>- σε -<i>β</i>-) με την ονομ. [[Περφερέες]] αυτών που συνόδευαν τις παρθένες τών Υπερβορείων, οι οποίες στέλνονταν στη Δήλο]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπερβόρειος:''' Arst. = [[ὑπερβόρεος]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext== [[ὑπερβόρεος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:04, 24 November 2022
Greek Monolingual
-α, -ο / ὑπερβόρειος, -ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπερβόρεος, -έη, -ον, Α
νεοελλ.
αυτός που βρίσκεται στα βορειότερα μέρη της Ευρώπης ή κατάγεται από τα μέρη αυτά («ξανθή υπερβόρεια καλλονή»)
αρχ.
1. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Ὑπερβόρειος·προσωνυμία του Απόλλωνος
2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) oἱ Ὑπερβόρε(ι)οι
μυθ. οι κάτοικοι μιας χώρας παραδείσιας, πέρα από τον Βορρά, όπου είχε την κατοικία του και ο Βορέας, οι οποίοι συνδέθηκαν με τη λατρεία του Απόλλωνος στους Δελφούς και στη Δήλο
3. φρ. «υπερβόρειος ωκεανός» — οι θάλασσες στα βόρεια της Ευρώπης, πέρα από την Γερμανία και την Σουηδία, στις ακτές τών οποίων κατοικούσαν οι Υπερβόρειοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι περισσότεροι μελετητές θεωρούν το όν. του μυθικού αυτού λαού ως σύνθ. από την πρόθεση ὑπέρ και τη λ. Βορέας και του αποδίδουν τη σημ. «αυτοί που κατοικούν πέρα από τον βόρειο άνεμο», ενώ άλλοι ερμηνεύουν τη λ. «αυτοί που κατοικούν πέρα από τα βουνά» (για την πιθανή αναγωγή της λ. Βορέας σε μια λ. με σημ. «βουνό» βλ. λ. βορράς). Έχει διατυπωθεί, τέλος, και η άποψη ότι ο τ. Ὑπερβόρεοι είναι τ. της μακεδονικής διαλέκτου, ο οποίος συνδέεται (με τροπή του -φ- σε -β-) με την ονομ. Περφερέες αυτών που συνόδευαν τις παρθένες τών Υπερβορείων, οι οποίες στέλνονταν στη Δήλο].
Russian (Dvoretsky)
ὑπερβόρειος: Arst. = ὑπερβόρεος.
German (Pape)
= ὑπερβόρεος.