χιτλερικός: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater

Source
(46)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στον Χίτλερ ή συνδέεται με το όνομα, με το [[ποιόν]] και με την [[πολιτική]] του Χίτλερ, [[ναζιστικός]], [[φασιστικός]] (α. «χιτλερική [[ιδεολογία]]» β. «χιτλερική [[νεολαία]]» γ. «χιτλερικά στρατόπεδα συγκέντρωσης»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ο [[χιτλερικός]], <i>η χιτλερική</i><br />[[οπαδός]] του Χίτλερ και του καθεστώτος του, [[ναζιστής]].
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στον Χίτλερ ή συνδέεται με το όνομα, με το [[ποιόν]] και με την [[πολιτική]] του Χίτλερ, [[ναζιστικός]], [[φασιστικός]] (α. «χιτλερική [[ιδεολογία]]» β. «χιτλερική [[νεολαία]]» γ. «χιτλερικά στρατόπεδα συγκέντρωσης»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> ο [[χιτλερικός]], <i>η χιτλερική</i><br />[[οπαδός]] του Χίτλερ και του καθεστώτος του, [[ναζιστής]].
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που αναφέρεται στον Χίτλερ ή συνδέεται με το όνομα, με το ποιόν και με την πολιτική του Χίτλερ, ναζιστικός, φασιστικός (α. «χιτλερική ιδεολογία» β. «χιτλερική νεολαία» γ. «χιτλερικά στρατόπεδα συγκέντρωσης»)
2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο χιτλερικός, η χιτλερική
οπαδός του Χίτλερ και του καθεστώτος του, ναζιστής.