υπεραής: Difference between revisions

From LSJ

οὖρος ὀφθαλμῶν ἐμῶν αὐτῇ γένοιτ' ἄπωθεν ἑρπούσῃ → let a fair wind be with her as she goes from my sight, let her go as quick as may be

Source
(43)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />(για θυελλώδη άνεμο) αυτός που πνέει με [[μεγάλη]] [[σφοδρότητα]] από [[πάνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>αής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄημι]] «[[φυσώ]]», πιθ. μέσω ενός σιγμόληκτου ουδ., <b>πρβλ.</b> τον τ. του <b>Ησύχ.</b> <i>ἄος</i><br />[[πνεῦμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>δυσ</i>-<i>αής</i>, <i>εὐ</i>-<i>αής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br />(για θυελλώδη άνεμο) αυτός που πνέει με [[μεγάλη]] [[σφοδρότητα]] από [[πάνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>αής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄημι]] «[[φυσώ]]», πιθ. μέσω ενός σιγμόληκτου ουδ., <b>πρβλ.</b> τον τ. του <b>Ησύχ.</b> <i>ἄος</i><br />[[πνεῦμα]]), [[πρβλ]]. [[δυσαής]], [[εὐαής]]].
}}
}}

Latest revision as of 16:50, 9 May 2023

Greek Monolingual

-ές, Α
(για θυελλώδη άνεμο) αυτός που πνέει με μεγάλη σφοδρότητα από πάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -αής (< ἄημι «φυσώ», πιθ. μέσω ενός σιγμόληκτου ουδ., πρβλ. τον τ. του Ησύχ. ἄος
πνεῦμα), πρβλ. δυσαής, εὐαής].